φρένησις

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek (Liddell-Scott)

φρένησις: -εως, ἡ, τὸ Λατ. phrenesis, φρενῖτις, Senec. de Ira 1. 13, 3, Juv. 14. 136, Ser. Samm. 7. 90, κλπ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
φρενίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από θ. φρεν- της λ. φρήν, φρενός με κατάλ. -η-σις (πρβλ. λατ. phrenēsis)].