Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άργεμο: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284
(6)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἄργεμον]])<br /><b>1.</b> [[άργεμα]] (Ι)<br /><b>2.</b> [[είδος]] ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το [[λεύκωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>άργεμον</i>, [[άργεμα]] και [[άργεμος]] συνιστούν [[ομάδα]] λέξεων που συνδέονται με το [[αργός]] (Ι) και ανάγονται σ' ένα ουδ. <i>άργος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[άνθεμον]]: [[άνθος]])].
|mltxt=το (Α [[ἄργεμον]])<br /><b>1.</b> [[άργεμα]] (Ι)<br /><b>2.</b> [[είδος]] ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το [[λεύκωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>άργεμον</i>, [[άργεμα]] και [[άργεμος]] συνιστούν [[ομάδα]] λέξεων που συνδέονται με το [[αργός]] (Ι) και ανάγονται σ' ένα ουδ. <i>άργος</i> (<b>πρβλ.</b> [[άνθεμον]]: [[άνθος]])].
}}
}}

Revision as of 20:50, 22 December 2018

Greek Monolingual

το (Α ἄργεμον)
1. άργεμα (Ι)
2. είδος ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το λεύκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. άργεμον, άργεμα και άργεμος συνιστούν ομάδα λέξεων που συνδέονται με το αργός (Ι) και ανάγονται σ' ένα ουδ. άργος (πρβλ. άνθεμον: άνθος)].