3,277,172
edits
(8) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α)<br /><b>βλ.</b> [[γεωμόρος]]. | |mltxt=ο (Α)<br /><b>βλ.</b> [[γεωμόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γημόρος:''' ὁ ([[μείρομαι]]), Δωρ. και Τραγ. γᾱ-[[μόρος]], Αττ. γεω-[[μόρος]]· αυτός που είναι [[κάτοχος]] ενός μεριδίου γης, ο [[ιδιοκτήτης]] γης· <i>οἱ γημόροι</i>, οι γαιοκτήμονες, οι κτηματίες, Λατ. optimᾱtes, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |