γημόρος: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α)<br /><b>βλ.</b> [[γεωμόρος]].
|mltxt=ο (Α)<br /><b>βλ.</b> [[γεωμόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γημόρος:''' ὁ ([[μείρομαι]]), Δωρ. και Τραγ. γᾱ-[[μόρος]], Αττ. γεω-[[μόρος]]· αυτός που είναι [[κάτοχος]] ενός μεριδίου γης, ο [[ιδιοκτήτης]] γης· <i>οἱ γημόροι</i>, οι γαιοκτήμονες, οι κτηματίες, Λατ. optimᾱtes, σε Ηρόδ.
}}
}}