Anonymous

γημόρος: Difference between revisions

From LSJ
8
(6_14)
(8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γημόρος''': ὁ, Δωρ. καὶ Τραγ. γᾱμόρος Αἰσχύλ. Ἱκ. 613 καὶ (ἐκ διορθώσεως τοῦ Dobree) τῆσδε γαμόρῳ χθονὸς ἀντὶ τῇ δέ γ’ ἀμοίρου, ὁ αὐτ. Εὐμ. 890, πρβλ. [[γάπεδον]]· Ἀττ. γεωμόρος· ― ὁ ἔχων μερίδιόν τι γῆς, ὁ [[κτηματικός]]· ἐν ταῖς δωρικαῖς πολιτείαις τῆς Σικελίας οἱ πλούσιοι πολῖται ἐκαλοῦντο οἱ γαμόροι, Ἡρόδ. 7. 155, πρβλ. Valck. εἰς 6. 22· καὶ [[οὕτως]] ἐν Ἄργει, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐνῷ ἐν Ἀθήναις γεωμόροι ἦσαν πάντες οἱ ἔχοντες ὡς [[κτῆμα]] γῆν [[εἴτε]] πολλὴν [[εἴτε]] ὀλίγην, κατ’ ἀντίθεσιν [[ἔνθεν]] μὲν πρὸς τοὺς εὐπατρίδας, [[ἔνθεν]] δὲ πρὸς τοὺς δημιουργούς, Πλάτ. Νόμ. 737Ε, πρβλ. Θουκ. 8. 21, Ἀριστ. Ἀποσπ. 346. 2) οἱ γεωμόροι, οἱ παρὰ Ρωμαίοις triumviri agris dividundis, Διον. Ἁλ. 9. 25. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ διαιρῶν τὴν γῆν, δηλ. ἀροτριῶν, [[βοῦς]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1214 · γεωμόρος τέχνα Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1907. 8.
|lstext='''γημόρος''': ὁ, Δωρ. καὶ Τραγ. γᾱμόρος Αἰσχύλ. Ἱκ. 613 καὶ (ἐκ διορθώσεως τοῦ Dobree) τῆσδε γαμόρῳ χθονὸς ἀντὶ τῇ δέ γ’ ἀμοίρου, ὁ αὐτ. Εὐμ. 890, πρβλ. [[γάπεδον]]· Ἀττ. γεωμόρος· ― ὁ ἔχων μερίδιόν τι γῆς, ὁ [[κτηματικός]]· ἐν ταῖς δωρικαῖς πολιτείαις τῆς Σικελίας οἱ πλούσιοι πολῖται ἐκαλοῦντο οἱ γαμόροι, Ἡρόδ. 7. 155, πρβλ. Valck. εἰς 6. 22· καὶ [[οὕτως]] ἐν Ἄργει, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐνῷ ἐν Ἀθήναις γεωμόροι ἦσαν πάντες οἱ ἔχοντες ὡς [[κτῆμα]] γῆν [[εἴτε]] πολλὴν [[εἴτε]] ὀλίγην, κατ’ ἀντίθεσιν [[ἔνθεν]] μὲν πρὸς τοὺς εὐπατρίδας, [[ἔνθεν]] δὲ πρὸς τοὺς δημιουργούς, Πλάτ. Νόμ. 737Ε, πρβλ. Θουκ. 8. 21, Ἀριστ. Ἀποσπ. 346. 2) οἱ γεωμόροι, οἱ παρὰ Ρωμαίοις triumviri agris dividundis, Διον. Ἁλ. 9. 25. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ διαιρῶν τὴν γῆν, δηλ. ἀροτριῶν, [[βοῦς]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1214 · γεωμόρος τέχνα Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1907. 8.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α)<br /><b>βλ.</b> [[γεωμόρος]].
}}
}}