Anonymous

ἀνταίρω: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀνταίρω]]) [[αίρω]]<br />(μσν. [[επαναστατώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[υψώνω]] [[κάτι]] (πυρσό ή [[σημείο]]) για να δώσω [[απάντηση]]<br /><b>3.</b> [[ανθίσταμαι]]<br /><b>4.</b> (για υψώματα) υψώνομαι παράλληλα ή [[απέναντι]] από [[άλλο]] ύψωμα.
|mltxt=(AM [[ἀνταίρω]]) [[αίρω]]<br />(μσν. [[επαναστατώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[υψώνω]] [[κάτι]] (πυρσό ή [[σημείο]]) για να δώσω [[απάντηση]]<br /><b>3.</b> [[ανθίσταμαι]]<br /><b>4.</b> (για υψώματα) υψώνομαι παράλληλα ή [[απέναντι]] από [[άλλο]] ύψωμα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνταίρω:''' Ιων. [[ἀνταείρω]] μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-ῆρα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ανασηκώνω]] ενάντια, <i>χεῖράς τινι</i>, σε Ανθ.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ.,<br /><b class="num">1.</b> εγείρομαι [[εναντίον]], [[ανθίσταμαι]], <i>τινί</i>, σε Πλάτ., Δημ.· [[πρός]] τι ή <i>τινα</i>, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για βράχο, [[κείμαι]] ακριβώς [[απέναντι]], <i>πρὸς τὴν Λιβύην</i>, σε Πλούτ.
}}
}}