ἀνταίρω
English (LSJ)
Ion. ἀνταείρω (q.v.),
A raise against, χεῖράς τινι AP7.139 (so in Med., Th.3.32, 1.53); πόλεμόν τινι Plb.15.7.8; πρὸς Ἔρωτα μάχην AP12.147 (Mel.); raise in reply, λαμπτῆρας Aen.Tact.26.13:—Med., ὅπλα ἀνταιρόμενοι Th.1.53, cf. 3.32.
II intr., rise up or rebel against, withstand, ἀντᾶραί τινι Pl.Euthd.272a, D.2.24; πρός τι or τινα, Id.6.5, Plu.Pyrrh.15, D.H.6.48:—so in Med., τινί Luc.Herm.33,JTr.34.
2 of a cliff, rise opposite to or in the same parallel with, τοῖς κατὰ Μερόην τόποις Str.2.1.2, cf. 20; πρὸς τὴν Αιβύην Plu.Aem.6.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. ἀνταείρω Hdt.3.144
I en sent. hostil
1 levantar contra c. ac. χεῖρας, πόλεμον, etc. y dat. de pers. οὔτε τίς σφι χεῖρας ἀνταείρεται y nadie les hace frente Hdt.3.144, Θασίους οὐδε χεῖρας ἀνταειραμένους κατεστρέψαντο Hdt.6.44, χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι Hdt.7.101, οὐδ' ἔτι χεῖρας ἀντῆρεν Δαναῶν παισὶν ἐπερχομένοις AP 7.139, πόλεμον βασιλέϊ ἀνταειρόμενοι Hdt.8.140α, Ῥωμαίοις ... ἀντᾶραι πόλεμον Plb.15.7.8, ἡμῖν ... ὅπλα ἀνταιρόμενοι Th.1.53
•c. ac. de igual tipo y prep. c. ac. de pers. ἀντᾶραι ... πρὸς Ἔρωτα μάχην AP 12.147 (Mel.), μὴ ἀντάρῃ ἔθνος ἐπ' ἔθνος ῥομφαίαν para que no levante espada pueblo contra pueblo LXX Mi.4.3
•solo c. ac. oponer resistencia χεῖρας ἀνταείρεσθαι Hdt.7.212, χεῖρας ἀνταιρομένους Th.3.32
•abs. οἱ ἔνδον οὐκέτ' ἀντῆραν D.C.47.34.6, οἱ δ' Ἄστυρες ... οὐκέτ' ἀντῆραν ἀλλ' εὐθὺς ἐχειρώθησαν D.C.54.5.3.
2 levantarse, rebelarse, oponerse c. dat. de pers. Λακεδαιμονίοις ... ὑπὲρ τῶν Ἑλληνικῶν δικαίων contra los lacedemonios en defensa de los derechos helénicos D.2.24, οὐδενὸς ἀνταιρομένου αὐτῷ Luc.Herm.33, οὐδὲ ἀντάρασθαι τῷ Δάμιδι δυνησόμενος Luc.ITr.34
•c. πρός c. ac. πρὸς ἥν (δύναμιν) D.6.5, πρὸς οὕς (πολέμους) D.H.6.48, fig. πρὸς τὴν ἀπορίαν Plu.Pyrrh.15
•abs. ὥστε μηδ' ἂν ἕνα αὐτοῖς οἷόν τ' εἶναι μηδ' ἀντᾶραι Pl.Euthd.272a.
II de accidentes geográficos levantarse, elevarse frente a τὰ τῆς Ἰνδικῆς ἄκρα τὰ μεσημβρινώτατα τοῖς κατὰ Μερόην ἀνταίρειν τόποις Str.2.1.2, τὰ νοτιώτατα τῆς Ἰνδικῆς ἀ. τοῖς κατὰ Μερόην Str.2.1.20, de los Alpes πρὸς τὴν Λιβύην Plu.Aem.6, cf. Them.8.
III levantar en respuesta, a su vez πυρσὸν ἆραι κελεύει, καὶ μένειν, ἕως ἂν ἀνταίρωσιν Plb.10.44.10, λαμπτῆρα ... ἀνταίρουσιν οἱ προφύλακες Aen.Tact.26.13, ἀνταίρουσιν· ἀντιλέγουσι Hsch.
German (Pape)
[Seite 243] (s. αἴρω), dagegen erheben, πόλεμόν τινι Pol. 15, 7; μάχην πρὸς Ἔρωτα Mel. 100 (XII, 147); gew. intrans., τινί, sichgegen Jemand erheben, Widerstand leisten, ἀντᾶραι Plat. Euthyd. 272 a; Λακεδαιμονίοις Dem. 2, 24; πρὸς δύναμιν 6, 5; Strab. 2, 1. 2 τὰ ἄκρα ἀνταίρειν τοῖς κατὰ Μερόην τόποις, erheben sich in gleicher Richtung; vgl. Plut. Aem. Paul. 6, von den Alpen, ἀνταίρειν πρὸς τὴν Λιβύην, sie erheben sich Libyen gegenüber. – Med., dasselbe, χεῖρας ἀνταιρόμενος Thuc. 3, 32; ὅπλα τινί Thuc. 1, 53; Xen. Cyr. 5, 4, 25 u. Sp.; ohne Zusatz, τινί, Luc. Hermot. 33.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνταρῶ, ao. ἀντῆρα > inf. ἀντᾶραι;
I. tr. lever contre;
II. intr. 1 s'élever en face de;
2 se lever contre, dat. ou πρός et l'acc. résister à;
Moy. ἀνταίρομαι lever contre.
Étymologie: ἀντί, αἴρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταίρω: ион. med. ἀνταείρομαι
1 тж. med. поднимать или обращать против кого-л. (χεῖράς τινι Her., Thuc., Anth.; ὅπλα τινί Thuc., Xen.): πόλεμον или μάχην ἀ. πρός τινα Plut., Anth. и τινί Polyb. начинать войну против кого-л.;
2 возвышаться, находиться против (чего-л.): τὰ τῶν Ἄλπεων πρὸς τὴν Λιβύην ἀνταίροντα Plut. обращенная в сторону Ливии (т. е. Африки) часть Альп;
3 тж. med. восставать, начинать борьбу, сопротивляться (τινί Plat., Dem., Plut., Luc., πρός τινα и πρός τι Dem., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταίρω: μέλλ. -ᾰρῶ: ἀόρ. -ῆρα: ― ἐγείρω τι ἐναντίον τινός, χεῖράς τινι Ἀνθ. Π. 7. 139· Θουκ. 3. 32., 1. 53· πόλεμόν τινι Πολύβ. 15. 7, 8· ἀντ. πρὸς Ἔρωτα μάχην Ἀνθ. Π. 12. 147: ― Μέσ., ἴδε ἐν λ. ἀνταείρω. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, ἀνθίσταμαι, Λατ. contra assurgere, ἀνταίρειν τινὶ Πλάτ. Εὐθύδ. 272Α, Δημ. 25. 2· πρός τι ἢ τινα Δημ. 66. 24. Πλουτ. Πύρρ. 15, Διον. Ἁλ. 6. 48: προσέτι, ἐπαναστατῶ ἐναντίον τῆς ἀρχῆς, Μαλαλ. 385, 9, Κ. Πορφ. π. Διοικ. 269. 20· οὕτως ἐν τῷ μέσ., τινὶ Λουκ. Ἑρμότ. 33, κτλ. 2) περὶ ὑψωμάτων χώρας τινός, ἐγείρομαι ἢ κεῖμαι παραλλήλως, ἢ ἀκριβῶς ἀπέναντι, τὰ τῆς Ἰνδικῆς ἄκρα... ὁμολογοῦσι πολλοὶ τοῖς κατὰ Μερόην ἀνταίρειν τόποις Στράβ. 68, πρβλ. 77· τὰ πρὸς τὴν Λιβύην ἀνταίροντα Πλουτ. Αἰμίλ. 6.
Greek Monolingual
(AM ἀνταίρω) αίρω
(μσν. επαναστατώ
αρχ.
1. σηκώνω, υψώνω κάτι εναντίον κάποιου
2. υψώνω κάτι (πυρσό ή σημείο) για να δώσω απάντηση
3. ανθίσταμαι
4. (για υψώματα) υψώνομαι παράλληλα ή απέναντι από άλλο ύψωμα.
Greek Monotonic
ἀνταίρω: Ιων. ἀνταείρω μέλ. -ᾰρῶ, αόρ. αʹ -ῆρα·
I. ανασηκώνω ενάντια, χεῖράς τινι, σε Ανθ.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ.
II. αμτβ.,
1. εγείρομαι εναντίον, ανθίσταμαι, τινί, σε Πλάτ., Δημ.· πρός τι ή τινα, σε Δημ. κ.λπ.
2. λέγεται για βράχο, κείμαι ακριβώς απέναντι, πρὸς τὴν Λιβύην, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to raise against, χεῖράς τινι Anth.; so in Mid., Thuc.
II. intr. to rise up against, τινί Plat., Dem.; πρός τι or τινα, Dem., etc.
2. of a cliff, to rise opposite to, πρὸς τὴν Λιβύην Plut.