εὔχαλκος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔχαλκος]], -ον και επικ. τ. ἐΰχαλκος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κατεργασμένος από χαλκό καλής ποιότητας<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλή [[επένδυση]] από χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]].
|mltxt=[[εὔχαλκος]], -ον και επικ. τ. ἐΰχαλκος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κατεργασμένος από χαλκό καλής ποιότητας<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλή [[επένδυση]] από χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔχαλκος:''' -ον, δουλεμένος, κατεργασμένος από καλό χαλκό ή από καλοδουλεμένο, [[καλά]] επεξεργασμένο χαλκό, σε Όμηρ., Αισχύλ.
}}
}}