Anonymous

εὔχαλκος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔχαλκος:''' -ον, δουλεμένος, κατεργασμένος από καλό χαλκό ή από καλοδουλεμένο, [[καλά]] επεξεργασμένο χαλκό, σε Όμηρ., Αισχύλ.
|lsmtext='''εὔχαλκος:''' -ον, δουλεμένος, κατεργασμένος από καλό χαλκό ή από καλοδουλεμένο, [[καλά]] επεξεργασμένο χαλκό, σε Όμηρ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔχαλκος:''' изготовленный из прекрасной меди, изящно изготовленный из меди или красиво отделанный медью ([[στεφάνη]], [[ἀξίνη]] Hom.; [[κράνος]], [[ὅπλα]] Aesch.).
}}
}}