ἐξαπαρτάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(6_20) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαπαρτάομαι''': παθ., κρέμαμαι, ἀλλ’ ἄνω μετέωρον ἐξαπηρτημένην (τὴν ναῦν) [[ἄνεμος]] ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 9. | |lstext='''ἐξαπαρτάομαι''': παθ., κρέμαμαι, ἀλλ’ ἄνω μετέωρον ἐξαπηρτημένην (τὴν ναῦν) [[ἄνεμος]] ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 9. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξαπαρτάομαι:''' Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 870] pass., aufgehängt werden, schweben, Luc. V. H. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπαρτάομαι: παθ., κρέμαμαι, ἀλλ’ ἄνω μετέωρον ἐξαπηρτημένην (τὴν ναῦν) ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 9.
Greek Monotonic
ἐξαπαρτάομαι: Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ.