ὀρθός: Difference between revisions

3,999 bytes added ,  30 December 2018
5
(29)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀρθός]], Α λακων. τ. [[ὀρσός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[ευθυτενής]], [[στητός]], όρθιος («ὀρθαὶ δὲ [[τρίχες]] ἔσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε [[ορθός]] και [[σιωπηλός]]»).<br /><b>3.</b> [[ευθύς]], [[ίσιος]] («[[Ἀπόλλων]] ὀρθὸν ἰθύνοι [[βέλος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σωστός]], μη [[εσφαλμένος]] (α. «όλες οι απαντήσεις του ήταν ορθές» β. «ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ' ἐστίν, ἀσφαλὴς δ' ὁ νοῡς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίκαιος]], [[ενδεδειγμένος]] (α. «ορθή [[παρατήρηση]]» β. «μόνοι ἔτ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που σχηματίζει [[γωνία]] 90 μοιρών («ορθή [[γωνία]]»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθός]] [[λόγος]]»<br />i) η σωστή [[σκέψη]]<br />ii) <b>(φιλοσ.)</b> ο [[λόγος]] ως [[πηγή]] γνώσης και [[κριτήριο]] της αλήθειας, ο [[ορθολογισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ορθό]]<br />α) το [[λογικό]], το [[πρέπον]], το σωστό<br />β) η τελική [[μοίρα]] του κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό, αλλ. [[ευθύ]] ή [[απευθυσμένο]]<br />| (μσν.-αρχ.) (το αρσ. ως επίθ. και ως ουσ.) [[ορθόδοξος]] στην [[πίστη]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνήσιος]], [[πραγματικός]], [[αληθινός]] («ὀρθὴ [[μανία]]», Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[μεγαλόφρων]] («σμικροὶ δὲ καὶ οὐκ ὀρθοὶ τὰς ψυχάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανήσυχος]], [[ανάστατος]], [[ταραγμένος]] για [[κάτι]] («ὀρθὴ ἦν ἡ [[πόλις]] ἐπὶ τοῑς συμβεβηκόσιν», Λυκούργ.)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀρθή</i><br />(ενν. [[πτώσις]]) η ονομαστική<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀρθόν</i><br />η [[δικαιοσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀρθᾷ χερί» — [[κατευθείαν]], [[αμέσως]]<br />β) «ὀρθὸν οὖς [[ἵστημι]]» — [[ακούω]] με [[προσοχή]]<br />γ) «κατ' ὀρθόν» — [[ορθώς]]<br />δ) «ε(ἰ)ς ὀρθόν» — στην καλή [[κατεύθυνση]], στον καλό τον δρόμο<br />ε) «ὀρθὸς [[τόνος]]» — [[πλήρης]] [[τόνος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον τόνο τών εγκλιτικών<br />στ) «ὀρθὰ ρήματα» — τα ενεργητικά ρήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ορθώς]] και [[ορθά]] (ΑΜ ὀρθῶς)<br /><b>1.</b> σε ορθή [[στάση]], όρθια («τοῑς δ' ἀνθρώποις οὐ ῥᾳδιον ὀρθῶς ἑστῶσι διαμένειν, ἀλλὰ δεῑται τὸ [[σῶμα]] ἀναπαύσεως καὶ καθέδρας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> όπως [[πρέπει]], σωστά (α. «δεν απάντησε [[ορθά]] στις περισσότερες ερωτήσεις» β. «ὀρθῶς ἔλεξας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράγματι]], όντως, αληθινά («τοὺς ὀρθῶς φιλομαθεῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> δίκαια («ὀρθῶς τε ἐτιμωρησάμεθα κατὰ τὸν πᾱσι νόμον», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὀρθός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>FορθFός</i>) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>werdh</i>- / <i>wredh</i>- «[[μεγαλώνω]], [[ανεβαίνω]], [[ψηλός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ū</i><i>rdhva</i>- «[[ίσιος]], [[ψηλός]]»). Την ύπαρξη αρκτικού -<i>F</i>- στην ελλ. λ. επιβεβαιώνουν το αργειακό ανθρωπωνύμιο <i>Fορθαγόρας</i>, <i>τα</i> λακων. <i>Fορθασία</i>, <i>Fορθεία</i> (<b>βλ. λ.</b> [[Ορθεία]]) και η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[βορσόν]]<br /><i>σταυρόν</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθ., το επίθ. [[ορθός]] δεν εμφανίζει αρκτικό -<i>F</i>- και συνδέεται με το ρ. [[ὄρνυμι]] «[[κινώ]], [[σηκώνω]]». Αυτή η [[άποψη]] στηρίζεται στην [[απουσία]] -<i>F</i>- στο μυκηναϊκό <i>otwoweo</i>, αν υποτεθεί ότι ο τ. αυτός αντιστοιχεί με <i>ὀρθF</i>-<i>ώFεος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ους</i>). Ωστόσο, η [[απουσία]] -<i>F</i>- θα μπορούσε να οφείλεται και σε ανομοιωτική [[αποβολή]]. Η [[οικογένεια]] του επιθ. [[ὀρθός]] από την αρχική σημ. «[[ίσιος]], [[κάθετος]]» διευρύνθηκε μεθομηρικά και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις περισσότερο αφηρημένες ηθικές έννοιες «[[σωστός]], [[τίμιος]], [[αληθής]], [[δίκαιος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>όρθιος</i>, [[ορθότητα]](-<i>της</i>), [[ορθώνω]](-<i>ώ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ορθάδιος]], [[ορθεύω]], [[ορθηλός]], [[ορθηρός]], [[ορθοσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ορθίς]], [[ορθίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για σύνθ. με Α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>ορθ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>άνορθος</i>, [[έξορθος]], [[κάτορθος]], [[πάρορθος]], <i>ύπορθος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολόρθος]]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀρθός]], Α λακων. τ. [[ὀρσός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[ευθυτενής]], [[στητός]], όρθιος («ὀρθαὶ δὲ [[τρίχες]] ἔσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε [[ορθός]] και [[σιωπηλός]]»).<br /><b>3.</b> [[ευθύς]], [[ίσιος]] («[[Ἀπόλλων]] ὀρθὸν ἰθύνοι [[βέλος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σωστός]], μη [[εσφαλμένος]] (α. «όλες οι απαντήσεις του ήταν ορθές» β. «ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ' ἐστίν, ἀσφαλὴς δ' ὁ νοῡς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίκαιος]], [[ενδεδειγμένος]] (α. «ορθή [[παρατήρηση]]» β. «μόνοι ἔτ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που σχηματίζει [[γωνία]] 90 μοιρών («ορθή [[γωνία]]»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθός]] [[λόγος]]»<br />i) η σωστή [[σκέψη]]<br />ii) <b>(φιλοσ.)</b> ο [[λόγος]] ως [[πηγή]] γνώσης και [[κριτήριο]] της αλήθειας, ο [[ορθολογισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ορθό]]<br />α) το [[λογικό]], το [[πρέπον]], το σωστό<br />β) η τελική [[μοίρα]] του κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό, αλλ. [[ευθύ]] ή [[απευθυσμένο]]<br />| (μσν.-αρχ.) (το αρσ. ως επίθ. και ως ουσ.) [[ορθόδοξος]] στην [[πίστη]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνήσιος]], [[πραγματικός]], [[αληθινός]] («ὀρθὴ [[μανία]]», Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[μεγαλόφρων]] («σμικροὶ δὲ καὶ οὐκ ὀρθοὶ τὰς ψυχάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανήσυχος]], [[ανάστατος]], [[ταραγμένος]] για [[κάτι]] («ὀρθὴ ἦν ἡ [[πόλις]] ἐπὶ τοῑς συμβεβηκόσιν», Λυκούργ.)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀρθή</i><br />(ενν. [[πτώσις]]) η ονομαστική<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀρθόν</i><br />η [[δικαιοσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀρθᾷ χερί» — [[κατευθείαν]], [[αμέσως]]<br />β) «ὀρθὸν οὖς [[ἵστημι]]» — [[ακούω]] με [[προσοχή]]<br />γ) «κατ' ὀρθόν» — [[ορθώς]]<br />δ) «ε(ἰ)ς ὀρθόν» — στην καλή [[κατεύθυνση]], στον καλό τον δρόμο<br />ε) «ὀρθὸς [[τόνος]]» — [[πλήρης]] [[τόνος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον τόνο τών εγκλιτικών<br />στ) «ὀρθὰ ρήματα» — τα ενεργητικά ρήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ορθώς]] και [[ορθά]] (ΑΜ ὀρθῶς)<br /><b>1.</b> σε ορθή [[στάση]], όρθια («τοῑς δ' ἀνθρώποις οὐ ῥᾳδιον ὀρθῶς ἑστῶσι διαμένειν, ἀλλὰ δεῑται τὸ [[σῶμα]] ἀναπαύσεως καὶ καθέδρας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> όπως [[πρέπει]], σωστά (α. «δεν απάντησε [[ορθά]] στις περισσότερες ερωτήσεις» β. «ὀρθῶς ἔλεξας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράγματι]], όντως, αληθινά («τοὺς ὀρθῶς φιλομαθεῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> δίκαια («ὀρθῶς τε ἐτιμωρησάμεθα κατὰ τὸν πᾱσι νόμον», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὀρθός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>FορθFός</i>) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>werdh</i>- / <i>wredh</i>- «[[μεγαλώνω]], [[ανεβαίνω]], [[ψηλός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ū</i><i>rdhva</i>- «[[ίσιος]], [[ψηλός]]»). Την ύπαρξη αρκτικού -<i>F</i>- στην ελλ. λ. επιβεβαιώνουν το αργειακό ανθρωπωνύμιο <i>Fορθαγόρας</i>, <i>τα</i> λακων. <i>Fορθασία</i>, <i>Fορθεία</i> (<b>βλ. λ.</b> [[Ορθεία]]) και η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[βορσόν]]<br /><i>σταυρόν</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθ., το επίθ. [[ορθός]] δεν εμφανίζει αρκτικό -<i>F</i>- και συνδέεται με το ρ. [[ὄρνυμι]] «[[κινώ]], [[σηκώνω]]». Αυτή η [[άποψη]] στηρίζεται στην [[απουσία]] -<i>F</i>- στο μυκηναϊκό <i>otwoweo</i>, αν υποτεθεί ότι ο τ. αυτός αντιστοιχεί με <i>ὀρθF</i>-<i>ώFεος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ους</i>). Ωστόσο, η [[απουσία]] -<i>F</i>- θα μπορούσε να οφείλεται και σε ανομοιωτική [[αποβολή]]. Η [[οικογένεια]] του επιθ. [[ὀρθός]] από την αρχική σημ. «[[ίσιος]], [[κάθετος]]» διευρύνθηκε μεθομηρικά και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις περισσότερο αφηρημένες ηθικές έννοιες «[[σωστός]], [[τίμιος]], [[αληθής]], [[δίκαιος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>όρθιος</i>, [[ορθότητα]](-<i>της</i>), [[ορθώνω]](-<i>ώ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ορθάδιος]], [[ορθεύω]], [[ορθηλός]], [[ορθηρός]], [[ορθοσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ορθίς]], [[ορθίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για σύνθ. με Α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>ορθ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>άνορθος</i>, [[έξορθος]], [[κάτορθος]], [[πάρορθος]], <i>ύπορθος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολόρθος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθός:''' -ή, -όν, [[ευθύς]], [[ίσιος]], Λατ. [[rectus]]· <b>I.1.</b> ως προς το ύψος, όρθιος, ανορθωμένος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>ὀρθὸνοὖς ἱστάναι</i>, δηλ. [[ακούω]] με [[προσοχή]], σε Σοφ.· λέγεται για κτίρια, αυτό που στέκει με τους τοίχους του ακέραιους, (<i>τὸ Πάνακτον</i>) ὀρθὸν [[παραδοῦναι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[γραμμή]], [[ευθεία]], ευθύγραμμη, αυτή που προχωρεί ίσια, <i>ὀρθὸς ἀντ' ἠελίοιο</i>, στραμμένος κατ' ευθείαν προς τον ήλιο, σε Ησίοδ.· ὀρθὴ [[ὁδός]], σε Θέογν.· <i>ὀρθὴν κελεύεις</i>, δηλ. ὀρθὴν ὁδόν με κελεύεις [[ἱέναι]], σε Αριστοφ.· <i>δι' ὀρθῆς</i> (ενν. <i>ὁδοῦ</i>), σε Σοφ.· επίσης, <i>ὀρθᾷ χερί</i>, ὀρθῷ [[ποδί]], κατ' ευθείαν, σε Πίνδ.· [[αλλά]], ὀρθὸν [[πόδα]] τιθέναι, σημαίνει πιθ., [[απλώνω]] το [[πόδι]] μου, όπως στο [[βάδισμα]] (πρβλ. [[κατηρεφής]] I), σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>βλέπειν ὀρθά</i>, [[βλέπω]] [[καθαρά]], σε αντίθ. προς το είμαι [[τυφλός]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν</i>, <i>ὀρθοῖς ὄμμασιν</i>, Λατ. rectis oculis, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[σωστός]], [[ασφαλής]], [[ευτυχής]], [[ευδαίμων]]· <b>α)</b> από σημ. I, <i>ὀρθὸν ἱστάναι τινά = ὀρθοῦν</i>, [[ανορθώνω]], [[αποκαθιστώ]], σε Πίνδ., Ευρ.· ομοίως, στάντες τ'ἐς ὀρθὸν καὶ [[πεσόντες]] [[ὕστερον]], σε Σοφ.· [[πλεῖν]] ἐπ' ὀρθῆς (ενν. [[νεώς]]), όπου η [[πολιτεία]] παρομοιάζεται με [[πλοίο]], στον ίδ. <b>β)</b> από σημ. II, κατ' ὀρθὸν [[ἐξελθεῖν]], λέγεται για προφητείες, στον ίδ.· <i>κατ' ὀρθὸν οὐρίσαι</i>, [[πλέω]] στη σωστή [[κατεύθυνση]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σωστός]], [[πραγματικός]], [[αληθής]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὄρθ' ἀκούειν</i>, αποκαλούμαι σωστά, σε Σοφ.· <i>ὀρθῷ λόγῳ</i>, κυριολεκτικά, με [[πάσα]] [[αλήθεια]], σε Ηρόδ.· ομοίως και στο επίρρ., [[ὀρθῶς]] λέγειν, στον ίδ.· [[ὀρθῶς]] φράσαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[ὀρθῶς]] [[ἔχει]], είναι σωστό, με απαρ., σε Πλάτ.· υπερθ. <i>ὀρθότατα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αληθινός]], [[αυθεντικός]], [[γνήσιος]], [[ενάρετος]], [[δίκαιος]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>κατὰ τὸ ὀρθὸν δικάζειν</i>, σε Ηρόδ.· επίρρ. [[ὀρθῶς]], ακριβώς, [[δικαίως]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σταθερός]], [[ευσταθής]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b><i>ἡ ὀρθή</i>,<br /><b class="num">1.</b> (ενν. [[ὁδός]]), βλ. ανωτ. II.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γωνία]]), ορθή [[γωνία]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> (ενν. [[πτῶσις]]), ονομαστική, Λατ. [[casus]] [[rectus]].<br /><b class="num">V.</b> επίρρ. [[ὀρθῶς]], βλ. ανωτ. III. 2-4.
}}
}}