Anonymous

ὀρθός: Difference between revisions

From LSJ
2,656 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθός:''' -ή, -όν, [[ευθύς]], [[ίσιος]], Λατ. [[rectus]]· <b>I.1.</b> ως προς το ύψος, όρθιος, ανορθωμένος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>ὀρθὸνοὖς ἱστάναι</i>, δηλ. [[ακούω]] με [[προσοχή]], σε Σοφ.· λέγεται για κτίρια, αυτό που στέκει με τους τοίχους του ακέραιους, (<i>τὸ Πάνακτον</i>) ὀρθὸν [[παραδοῦναι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[γραμμή]], [[ευθεία]], ευθύγραμμη, αυτή που προχωρεί ίσια, <i>ὀρθὸς ἀντ' ἠελίοιο</i>, στραμμένος κατ' ευθείαν προς τον ήλιο, σε Ησίοδ.· ὀρθὴ [[ὁδός]], σε Θέογν.· <i>ὀρθὴν κελεύεις</i>, δηλ. ὀρθὴν ὁδόν με κελεύεις [[ἱέναι]], σε Αριστοφ.· <i>δι' ὀρθῆς</i> (ενν. <i>ὁδοῦ</i>), σε Σοφ.· επίσης, <i>ὀρθᾷ χερί</i>, ὀρθῷ [[ποδί]], κατ' ευθείαν, σε Πίνδ.· [[αλλά]], ὀρθὸν [[πόδα]] τιθέναι, σημαίνει πιθ., [[απλώνω]] το [[πόδι]] μου, όπως στο [[βάδισμα]] (πρβλ. [[κατηρεφής]] I), σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>βλέπειν ὀρθά</i>, [[βλέπω]] [[καθαρά]], σε αντίθ. προς το είμαι [[τυφλός]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν</i>, <i>ὀρθοῖς ὄμμασιν</i>, Λατ. rectis oculis, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[σωστός]], [[ασφαλής]], [[ευτυχής]], [[ευδαίμων]]· <b>α)</b> από σημ. I, <i>ὀρθὸν ἱστάναι τινά = ὀρθοῦν</i>, [[ανορθώνω]], [[αποκαθιστώ]], σε Πίνδ., Ευρ.· ομοίως, στάντες τ'ἐς ὀρθὸν καὶ [[πεσόντες]] [[ὕστερον]], σε Σοφ.· [[πλεῖν]] ἐπ' ὀρθῆς (ενν. [[νεώς]]), όπου η [[πολιτεία]] παρομοιάζεται με [[πλοίο]], στον ίδ. <b>β)</b> από σημ. II, κατ' ὀρθὸν [[ἐξελθεῖν]], λέγεται για προφητείες, στον ίδ.· <i>κατ' ὀρθὸν οὐρίσαι</i>, [[πλέω]] στη σωστή [[κατεύθυνση]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σωστός]], [[πραγματικός]], [[αληθής]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὄρθ' ἀκούειν</i>, αποκαλούμαι σωστά, σε Σοφ.· <i>ὀρθῷ λόγῳ</i>, κυριολεκτικά, με [[πάσα]] [[αλήθεια]], σε Ηρόδ.· ομοίως και στο επίρρ., [[ὀρθῶς]] λέγειν, στον ίδ.· [[ὀρθῶς]] φράσαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[ὀρθῶς]] [[ἔχει]], είναι σωστό, με απαρ., σε Πλάτ.· υπερθ. <i>ὀρθότατα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αληθινός]], [[αυθεντικός]], [[γνήσιος]], [[ενάρετος]], [[δίκαιος]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>κατὰ τὸ ὀρθὸν δικάζειν</i>, σε Ηρόδ.· επίρρ. [[ὀρθῶς]], ακριβώς, [[δικαίως]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σταθερός]], [[ευσταθής]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b><i>ἡ ὀρθή</i>,<br /><b class="num">1.</b> (ενν. [[ὁδός]]), βλ. ανωτ. II.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γωνία]]), ορθή [[γωνία]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> (ενν. [[πτῶσις]]), ονομαστική, Λατ. [[casus]] [[rectus]].<br /><b class="num">V.</b> επίρρ. [[ὀρθῶς]], βλ. ανωτ. III. 2-4.
|lsmtext='''ὀρθός:''' -ή, -όν, [[ευθύς]], [[ίσιος]], Λατ. [[rectus]]· <b>I.1.</b> ως προς το ύψος, όρθιος, ανορθωμένος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>ὀρθὸνοὖς ἱστάναι</i>, δηλ. [[ακούω]] με [[προσοχή]], σε Σοφ.· λέγεται για κτίρια, αυτό που στέκει με τους τοίχους του ακέραιους, (<i>τὸ Πάνακτον</i>) ὀρθὸν [[παραδοῦναι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[γραμμή]], [[ευθεία]], ευθύγραμμη, αυτή που προχωρεί ίσια, <i>ὀρθὸς ἀντ' ἠελίοιο</i>, στραμμένος κατ' ευθείαν προς τον ήλιο, σε Ησίοδ.· ὀρθὴ [[ὁδός]], σε Θέογν.· <i>ὀρθὴν κελεύεις</i>, δηλ. ὀρθὴν ὁδόν με κελεύεις [[ἱέναι]], σε Αριστοφ.· <i>δι' ὀρθῆς</i> (ενν. <i>ὁδοῦ</i>), σε Σοφ.· επίσης, <i>ὀρθᾷ χερί</i>, ὀρθῷ [[ποδί]], κατ' ευθείαν, σε Πίνδ.· [[αλλά]], ὀρθὸν [[πόδα]] τιθέναι, σημαίνει πιθ., [[απλώνω]] το [[πόδι]] μου, όπως στο [[βάδισμα]] (πρβλ. [[κατηρεφής]] I), σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>βλέπειν ὀρθά</i>, [[βλέπω]] [[καθαρά]], σε αντίθ. προς το είμαι [[τυφλός]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν</i>, <i>ὀρθοῖς ὄμμασιν</i>, Λατ. rectis oculis, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[σωστός]], [[ασφαλής]], [[ευτυχής]], [[ευδαίμων]]· <b>α)</b> από σημ. I, <i>ὀρθὸν ἱστάναι τινά = ὀρθοῦν</i>, [[ανορθώνω]], [[αποκαθιστώ]], σε Πίνδ., Ευρ.· ομοίως, στάντες τ'ἐς ὀρθὸν καὶ [[πεσόντες]] [[ὕστερον]], σε Σοφ.· [[πλεῖν]] ἐπ' ὀρθῆς (ενν. [[νεώς]]), όπου η [[πολιτεία]] παρομοιάζεται με [[πλοίο]], στον ίδ. <b>β)</b> από σημ. II, κατ' ὀρθὸν [[ἐξελθεῖν]], λέγεται για προφητείες, στον ίδ.· <i>κατ' ὀρθὸν οὐρίσαι</i>, [[πλέω]] στη σωστή [[κατεύθυνση]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σωστός]], [[πραγματικός]], [[αληθής]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὄρθ' ἀκούειν</i>, αποκαλούμαι σωστά, σε Σοφ.· <i>ὀρθῷ λόγῳ</i>, κυριολεκτικά, με [[πάσα]] [[αλήθεια]], σε Ηρόδ.· ομοίως και στο επίρρ., [[ὀρθῶς]] λέγειν, στον ίδ.· [[ὀρθῶς]] φράσαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[ὀρθῶς]] [[ἔχει]], είναι σωστό, με απαρ., σε Πλάτ.· υπερθ. <i>ὀρθότατα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αληθινός]], [[αυθεντικός]], [[γνήσιος]], [[ενάρετος]], [[δίκαιος]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>κατὰ τὸ ὀρθὸν δικάζειν</i>, σε Ηρόδ.· επίρρ. [[ὀρθῶς]], ακριβώς, [[δικαίως]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σταθερός]], [[ευσταθής]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b><i>ἡ ὀρθή</i>,<br /><b class="num">1.</b> (ενν. [[ὁδός]]), βλ. ανωτ. II.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γωνία]]), ορθή [[γωνία]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> (ενν. [[πτῶσις]]), ονομαστική, Λατ. [[casus]] [[rectus]].<br /><b class="num">V.</b> επίρρ. [[ὀρθῶς]], βλ. ανωτ. III. 2-4.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθός:''' лак. [[ὀρσός]] 3<br /><b class="num">1)</b> прямо стоящий, вставший, поднявшийся: [[στῆ]] δ᾽ ὀ. Hom. он встал; (ὁ [[ἵππος]]) [[ἵσταται]] ὀ. Her. конь поднялся на дыбы; ὀρθαὶ [[τρίχες]] [[ἔσταν]] Hom. волосы встали дыбом; ὀρθὸν αἴρειν [[κάρα]] Aesch. (высоко) поднять голову; ὀρθὸν [[οὖς]] ἱστάναι Soph. настораживать ухо; ὀρθῶν ἑσταότων [[ἀγορή]] Hom. совещание, проведенное стоя; κλίμακες ὀρθότεραι προσερειδόμεναι Polyb. лестницы, слишком круто приставленные; κυρβασίαι [[ὀρθαί]] Her. прямые, т. е. высокие шапки; ὀρθὸν [[πόδα]] τιθέναι Aesch. величественно шествовать;<br /><b class="num">2)</b> прямолинейный, прямой ([[βέλος]] Aesch.; sc. [[ὁδός]] Arph.): ὀρθὴ [[γωνία]] Plat. прямой угол; ὀ. ἀντ᾽ ἠελίοιο τετραμμένος Hes. повернувшись прямо к солнцу, прямо против солнца; ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν и ὀρθοῖς ὄμμασιν Soph. глядя прямо, т. е. со спокойным взором;<br /><b class="num">3)</b> целый, исправный, неповрежденный, невредимый (ὀρθὸν [[ἀποδοῦναι]] или παραδοῦναί τι Thuc.): ὀρθὸν στῆσαί τινα Pind. сохранить (спасти) кого-л.;<br /><b class="num">4)</b> верный, правдивый, правильный, справедливый ([[ἀγγελία]] Pind.; μάρτυρες Aesch.): ἐξ ὀρθῆς φρενός Soph. от чистого сердца; ὀρθῷ λόγῳ Her. по правде говоря;<br /><b class="num">5)</b> истинный, подлинный, настоящий (πολιτείαι Arst.);<br /><b class="num">6)</b> твердый, непреклонный: ὀρθοὶ τὰς ψυχάς Plat. твердые духом;<br /><b class="num">7)</b> настороженный, возбужденный, встревоженный, взволнованный (διὰ τὸν φόβον Diod.): ὀρθὴ καὶ [[περίφοβος]] ἦν ἡ [[πόλις]] Polyb. город был взволнован и перепуган - см. тж. [[ὀρθά]], [[ὀρθή]] и [[ὀρθόν]].
}}
}}