πολυμήχανος: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυμήχανος]], -ον ΝΜΑ<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να επινοεί [[πολλά]] τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, [[εφευρετικός]] (α. «πολυμήχαν' Ὀδυσσεῡ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[πολυμήχανος]] περὶ τοὺς λόγους», <b>Αριστείδ.</b> Λόγ.<br />«[[πολυμήχανος]] [[βουλή]]», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυμηχάνως]] Α<br />με [[επινοητικότητα]], με [[εφευρετικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] «[[τέχνασμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γλυκυ</i>-<i>μήχανος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυμήχανος]], -ον ΝΜΑ<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να επινοεί [[πολλά]] τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, [[εφευρετικός]] (α. «πολυμήχαν' Ὀδυσσεῡ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[πολυμήχανος]] περὶ τοὺς λόγους», <b>Αριστείδ.</b> Λόγ.<br />«[[πολυμήχανος]] [[βουλή]]», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυμηχάνως]] Α<br />με [[επινοητικότητα]], με [[εφευρετικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] «[[τέχνασμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γλυκυ</i>-<i>μήχανος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠμήχᾰνος:''' -ον ([[μηχανή]]), [[γεμάτος]] διεξόδους, [[εφευρετικός]], αυτός που βρίσκεται [[συνεχώς]] σε πνευματική [[εγρήγορση]], λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}