μεταπορεύομαι: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταπορεύομαι]] (ΑΜ) [[πορεύομαι]]<br />[[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] [[μετά]] από κάποιον, [[καταδιώκω]] κάποιον με εχθρικές διαθέσεις<br /><b>2.</b> εκδικούμαι κάποιον, [[τιμωρώ]]<br /><b>3.</b> [[ζητώ]] ή [[επιδιώκω]] να αποκτήσω [[κάτι]], [[επιζητώ]] [[κάτι]] («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν [[ἀρχήν]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] («κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον μεταπορεύεται», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[μεταπορεύομαι]] (ΑΜ) [[πορεύομαι]]<br />[[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] [[μετά]] από κάποιον, [[καταδιώκω]] κάποιον με εχθρικές διαθέσεις<br /><b>2.</b> εκδικούμαι κάποιον, [[τιμωρώ]]<br /><b>3.</b> [[ζητώ]] ή [[επιδιώκω]] να αποκτήσω [[κάτι]], [[επιζητώ]] [[κάτι]] («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν [[ἀρχήν]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] («κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον μεταπορεύεται», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταπορεύομαι:''' μέλ. <i>-εύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-επορεύθην</i>· αποθ., [[πηγαίνω]] στο κατόπι, [[συνεχίζω]], <i>ἔχθραν</i>, σε Λυσ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταδιώκω]], [[τιμωρώ]], σε Πολύβ.
}}
}}