Anonymous

μεταπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=poursuivre par vengeance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], πορεύομαι.
|btext=poursuivre par vengeance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], πορεύομαι.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταπορεύομαι]] (ΑΜ) [[πορεύομαι]]<br />[[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] [[μετά]] από κάποιον, [[καταδιώκω]] κάποιον με εχθρικές διαθέσεις<br /><b>2.</b> εκδικούμαι κάποιον, [[τιμωρώ]]<br /><b>3.</b> [[ζητώ]] ή [[επιδιώκω]] να αποκτήσω [[κάτι]], [[επιζητώ]] [[κάτι]] («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν [[ἀρχήν]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] («κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον μεταπορεύεται», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}