εὔλοφος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔλοφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[λοφίο]] («[[εὔλοφος]] κυνῆ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που υπομένει καλά τον [[ζυγό]], ο [[ισχυρός]], ο [[υπομονετικός]] («[[εὔλοφος]] [[αὐχήν]]», Δαμάσκ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐλόφως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> υπομονετικά<br /><b>2.</b> γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας εὐλόφως ἀγωνισάμενος, ἐπέδειξεν ἀληθῆ [[ὄντα]] τὸν λόγον», λεξ. [[Σούδα]]).
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔλοφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[λοφίο]] («[[εὔλοφος]] κυνῆ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που υπομένει καλά τον [[ζυγό]], ο [[ισχυρός]], ο [[υπομονετικός]] («[[εὔλοφος]] [[αὐχήν]]», Δαμάσκ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐλόφως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> υπομονετικά<br /><b>2.</b> γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας εὐλόφως ἀγωνισάμενος, ἐπέδειξεν ἀληθῆ [[ὄντα]] τὸν λόγον», λεξ. [[Σούδα]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔλοφος:''' -ον, αυτός που έχει καλούς λόφους, σε Σοφ.
}}
}}