Anonymous

εὔλοφος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a une belle aigrette.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λόφος]].
|btext=ος, ον :<br />qui a une belle aigrette.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λόφος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔλοφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[λοφίο]] («[[εὔλοφος]] κυνῆ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που υπομένει καλά τον [[ζυγό]], ο [[ισχυρός]], ο [[υπομονετικός]] («[[εὔλοφος]] [[αὐχήν]]», Δαμάσκ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐλόφως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> υπομονετικά<br /><b>2.</b> γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας εὐλόφως ἀγωνισάμενος, ἐπέδειξεν ἀληθῆ [[ὄντα]] τὸν λόγον», λεξ. [[Σούδα]]).
}}
}}