γαλόως: Difference between revisions

3
(big3_9)
(3)
Line 13: Line 13:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[γάλως]].
|dgtxt=v. [[γάλως]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γαλόως:''' [ᾰ], ἡ, γεν. <i>γαλόω</i>, δοτ. και ονομ. πληθ. <i>γαλόῳ</i>, σε Αττ. [[γάλως]], γεν. <i>γάλω</i>, [[αδερφή]] του συζύγου ή [[γυναίκα]] του αδερφού, «[[κουνιάδα]]» ή «[[νύφη]]», Λατ. [[glos]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}