3,277,050
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γαλόως:''' [ᾰ], ἡ, γεν. <i>γαλόω</i>, δοτ. και ονομ. πληθ. <i>γαλόῳ</i>, σε Αττ. [[γάλως]], γεν. <i>γάλω</i>, [[αδερφή]] του συζύγου ή [[γυναίκα]] του αδερφού, «[[κουνιάδα]]» ή «[[νύφη]]», Λατ. [[glos]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''γαλόως:''' [ᾰ], ἡ, γεν. <i>γαλόω</i>, δοτ. και ονομ. πληθ. <i>γαλόῳ</i>, σε Αττ. [[γάλως]], γεν. <i>γάλω</i>, [[αδερφή]] του συζύγου ή [[γυναίκα]] του αδερφού, «[[κουνιάδα]]» ή «[[νύφη]]», Λατ. [[glos]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γᾰλόως:''' γαλόω ἡ (dat. sing. и nom. pl. γᾰλόῳ) золовка, сестра мужа Hom. | |||
}} | }} |