3,273,093
edits
(Autenrieth) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(σρέω), [[χειμάρρους]], [[χείμαρρος]]: flooded [[with]] [[winter]] [[snow]], [[winter]]-[[flowing]]. | |auten=(σρέω), [[χειμάρρους]], [[χείμαρρος]]: flooded [[with]] [[winter]] [[snow]], [[winter]]-[[flowing]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χειμάρροος:''' -ον, σε Αττ. συνηρ. -[[ρους]], -ουν, και χείμαρ-ρος, -ον ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ρέει το χειμώνα, μουσκεμένος από το [[νερό]] της βροχής και το λιωμένο [[χιόνι]], ποταμὸς [[χείμαρρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις</i>, σε Σοφ.· <i>φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. ([[χωρίς]] το [[ποταμός]]), [[χείμαρρος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> όπως [[χαράδρα]] II. 2., [[σωλήνας]], σε Δημ. | |||
}} | }} |