χειμάρροος: Difference between revisions

6
(Autenrieth)
(6)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(σρέω), [[χειμάρρους]], [[χείμαρρος]]: flooded [[with]] [[winter]] [[snow]], [[winter]]-[[flowing]].
|auten=(σρέω), [[χειμάρρους]], [[χείμαρρος]]: flooded [[with]] [[winter]] [[snow]], [[winter]]-[[flowing]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χειμάρροος:''' -ον, σε Αττ. συνηρ. -[[ρους]], -ουν, και χείμαρ-ρος, -ον ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ρέει το χειμώνα, μουσκεμένος από το [[νερό]] της βροχής και το λιωμένο [[χιόνι]], ποταμὸς [[χείμαρρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις</i>, σε Σοφ.· <i>φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. ([[χωρίς]] το [[ποταμός]]), [[χείμαρρος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> όπως [[χαράδρα]] II. 2., [[σωλήνας]], σε Δημ.
}}
}}