3,253,652
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειμάρροος:''' -ον, σε Αττ. συνηρ. -[[ρους]], -ουν, και χείμαρ-ρος, -ον ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ρέει το χειμώνα, μουσκεμένος από το [[νερό]] της βροχής και το λιωμένο [[χιόνι]], ποταμὸς [[χείμαρρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις</i>, σε Σοφ.· <i>φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. ([[χωρίς]] το [[ποταμός]]), [[χείμαρρος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> όπως [[χαράδρα]] II. 2., [[σωλήνας]], σε Δημ. | |lsmtext='''χειμάρροος:''' -ον, σε Αττ. συνηρ. -[[ρους]], -ουν, και χείμαρ-ρος, -ον ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ρέει το χειμώνα, μουσκεμένος από το [[νερό]] της βροχής και το λιωμένο [[χιόνι]], ποταμὸς [[χείμαρρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις</i>, σε Σοφ.· <i>φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. ([[χωρίς]] το [[ποταμός]]), [[χείμαρρος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> όπως [[χαράδρα]] II. 2., [[σωλήνας]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειμάρροος:''' <b class="num">I</b> стяж. [[χειμάρρους]], тж. [[χείμαρρος]] 2 вздувшийся (от дождей или талых снегов), стремительный, бурный ([[ποταμός]] Hom.; ῥεῖθρα Soph.; [[ὕδωρ]] Eur.; [[χαράδρα]] Polyb.).<br /><b class="num">II</b> стяж. [[χειμάρρους]], тж. [[χείμαρρος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> (бурный) поток Xen., Plat., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> отводной канал, водосток Dem. | |||
}} | }} |