3,274,216
edits
(17) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[θησαυρός]])<br /><b>1.</b> άφθονα πλούτη, [[περιουσία]], χρήματα, ό,τι αποταμιεύεται, ό,τι φυλάσσεται σε [[θησαυροφυλάκιο]] («οι θησαυροί του Κροίσου»)<br /><b>2.</b> [[θησαυροφυλάκιο]] («ἐσφράγισται ἐν τοῑς θησαυροῑς μου», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] [[μεγάλης]] αξίας ή σπουδαιότητας («θησαυροὺς οὓς κατέλιπον βιβλίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> ναόμορφο [[οικοδόμημα]] ελληνικής πόλης στα μεγάλα ιερὰ στο οποίο φυλάσσονταν τα πολύτιμα αναθήματα στους θεούς («τὸν ἐν Δελφοῑς θησαυρὸν τῶν Ἀθηναίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[θολωτός]] μηκυναϊκός [[τάφος]] [[μέσα]] στον οποίο πιστευόταν ότι οι βασιλείς έκρυβαν τα πολύτιμα αντικείμενά τους («θησαυρὸς τοῡ Ἀτρέως»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που απαντά σε [[αφθονία]] («[[θησαυρός]] γνώσεων»)<br /><b>3.</b> [[ποσότητα]] χρημάτων ή πολύτιμων πραγμάτων κρυμμένων ή θαμμένων [[κάπου]] («[[χρόνια]] [[τώρα]] ψάχνει να βρει έναν θησαυρό»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θησαυρός]] της ελληνικής γλώσσας» — μεγάλο [[λεξικό]] το οποίο περιλαμβάνει όλες ή όσο το δυνατόν περισσότερες λέξεις<br />β) «κρυμμένος [[θησαυρός]]» — [[αφανής]] [[αξία]], [[πρόσωπο]] [[μεγάλης]] αξίας που ώς [[τώρα]] αγνοήθηκε<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ἄνθρακες ὁ [[θησαυρός]]» — λέγεται για ελπίδες που διαψεύσθηκαν (<b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πάπ.</b> [[δημόσια]] [[αποθήκη]] σιτηρών<br /><b>2.</b> [[δοχείο]], [[κιβώτιο]], [[θήκη]] πολύτιμων πραγμάτων<br /><b>3.</b> κυβόσχημο [[κουτί]] με [[σχισμή]] για τη [[ρίψη]] κερμάτων στους ναούς<br /><b>4.</b> [[σπήλαιο]]<br /><b>5.</b> υπόγεια [[φυλακή]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «θησαυρὸς βελέεσσιν» — η [[φαρέτρα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά καιρούς διατυπώθηκαν εικασίες που δεν πείθουν. Η λ. θεωρήθηκε σύνθ. με α' συνθετικό <i>θησ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> το α' συνθετικό <i>στησ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ί</i>-<i>στη</i>-<i>μι</i> του <i>Στησ</i>-<i>ήνωρ</i> κι [[ακόμη]] το <i>στησί</i>-<i>χορος</i>), δεν υπάρχει όμως [[άλλο]] συνθ. με αυτό το α' συνθετικό. Το υποτιθέμενο β' συνθετικό -<i>αυρος</i> σημαίνει [[κατά]] μία [[άποψη]] «ύδωρ» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>αυρος</i>) και η αρχική [[σημασία]] του <i>θησ</i>-<i>αυρός</i> ήταν «[[τόπος]] αποθηκεύσεως ύδατος, [[δεξαμενή]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] το β' συνθετικό [[είναι]] η λ. [[αύρα]] και ο <i>θησ</i>-<i>αυρός</i> δήλωνε αρχικά ένα [[είδος]] υπαίθριας τροφαποθήκης. Η Λατινική δανείστηκε τις λ. <i>thesaurus</i> και <i>thesauriz</i><i>ō</i> από την Ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θησαυρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θησαυρικός]], [[θησαυρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θησαυροφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[θησαυροφυλάκιον]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[θησαυροποιός]], [[θησαυροποιώ]], [[θησαυροφυλακώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θησαυροδοτώ]], [[θησαυρομανία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θησαυρωρυχεία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ευθήσαυρος]], [[φιλοθήσαυρος]]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[θησαυρός]])<br /><b>1.</b> άφθονα πλούτη, [[περιουσία]], χρήματα, ό,τι αποταμιεύεται, ό,τι φυλάσσεται σε [[θησαυροφυλάκιο]] («οι θησαυροί του Κροίσου»)<br /><b>2.</b> [[θησαυροφυλάκιο]] («ἐσφράγισται ἐν τοῑς θησαυροῑς μου», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] [[μεγάλης]] αξίας ή σπουδαιότητας («θησαυροὺς οὓς κατέλιπον βιβλίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> ναόμορφο [[οικοδόμημα]] ελληνικής πόλης στα μεγάλα ιερὰ στο οποίο φυλάσσονταν τα πολύτιμα αναθήματα στους θεούς («τὸν ἐν Δελφοῑς θησαυρὸν τῶν Ἀθηναίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[θολωτός]] μηκυναϊκός [[τάφος]] [[μέσα]] στον οποίο πιστευόταν ότι οι βασιλείς έκρυβαν τα πολύτιμα αντικείμενά τους («θησαυρὸς τοῡ Ἀτρέως»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που απαντά σε [[αφθονία]] («[[θησαυρός]] γνώσεων»)<br /><b>3.</b> [[ποσότητα]] χρημάτων ή πολύτιμων πραγμάτων κρυμμένων ή θαμμένων [[κάπου]] («[[χρόνια]] [[τώρα]] ψάχνει να βρει έναν θησαυρό»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θησαυρός]] της ελληνικής γλώσσας» — μεγάλο [[λεξικό]] το οποίο περιλαμβάνει όλες ή όσο το δυνατόν περισσότερες λέξεις<br />β) «κρυμμένος [[θησαυρός]]» — [[αφανής]] [[αξία]], [[πρόσωπο]] [[μεγάλης]] αξίας που ώς [[τώρα]] αγνοήθηκε<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ἄνθρακες ὁ [[θησαυρός]]» — λέγεται για ελπίδες που διαψεύσθηκαν (<b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πάπ.</b> [[δημόσια]] [[αποθήκη]] σιτηρών<br /><b>2.</b> [[δοχείο]], [[κιβώτιο]], [[θήκη]] πολύτιμων πραγμάτων<br /><b>3.</b> κυβόσχημο [[κουτί]] με [[σχισμή]] για τη [[ρίψη]] κερμάτων στους ναούς<br /><b>4.</b> [[σπήλαιο]]<br /><b>5.</b> υπόγεια [[φυλακή]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «θησαυρὸς βελέεσσιν» — η [[φαρέτρα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά καιρούς διατυπώθηκαν εικασίες που δεν πείθουν. Η λ. θεωρήθηκε σύνθ. με α' συνθετικό <i>θησ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> το α' συνθετικό <i>στησ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ί</i>-<i>στη</i>-<i>μι</i> του <i>Στησ</i>-<i>ήνωρ</i> κι [[ακόμη]] το <i>στησί</i>-<i>χορος</i>), δεν υπάρχει όμως [[άλλο]] συνθ. με αυτό το α' συνθετικό. Το υποτιθέμενο β' συνθετικό -<i>αυρος</i> σημαίνει [[κατά]] μία [[άποψη]] «ύδωρ» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>αυρος</i>) και η αρχική [[σημασία]] του <i>θησ</i>-<i>αυρός</i> ήταν «[[τόπος]] αποθηκεύσεως ύδατος, [[δεξαμενή]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] το β' συνθετικό [[είναι]] η λ. [[αύρα]] και ο <i>θησ</i>-<i>αυρός</i> δήλωνε αρχικά ένα [[είδος]] υπαίθριας τροφαποθήκης. Η Λατινική δανείστηκε τις λ. <i>thesaurus</i> και <i>thesauriz</i><i>ō</i> από την Ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θησαυρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θησαυρικός]], [[θησαυρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θησαυροφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[θησαυροφυλάκιον]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[θησαυροποιός]], [[θησαυροποιώ]], [[θησαυροφυλακώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θησαυροδοτώ]], [[θησαυρομανία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θησαυρωρυχεία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ευθήσαυρος]], [[φιλοθήσαυρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θησαυρός:''' ὁ (από √<i>ΘΕ</i> του [[τίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτό που έχει αποθηκευθεί, [[θησαυρός]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· μεταφ., <i>θησαυρὸς ὕμνων</i>, σε Πίνδ.· Διὸς [[θησαυρός]], λέγεται για τη [[φωτιά]], σε Ευρ.· οἰωνοῖς γλυκὺς [[θησαυρός]], λέγεται για νεκρό [[σώμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποθήκη]], [[θησαυροφυλάκιο]], σε Ηρόδ.· το [[θησαυροφυλάκιο]] ναού, στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[δοχείο]] πολύτιμων αντικειμένων, [[κασετίνα]], [[μπαούλο]], σε Ηρόδ.· <i>θησαυρὸς βελέεσσιν</i>, λέγεται για [[φαρέτρα]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |