Anonymous

θησαυρός: Difference between revisions

From LSJ
17
(T21)
(17)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=θησαυροῦ, ὁ (from ΘΑΩ ([[τίθημι]]) [[with]] the paragog. [[term]]. [[θησαυρός]]); the Sept. [[often]] for אוצָר; Latin thesaurus; i. e.<br /><b class="num">1.</b> the [[place]] in [[which]] [[goods]] and [[precious]] things are [[collected]] and laid up;<br /><b class="num">a.</b> a [[casket]], [[coffer]], or [[other]] [[receptacle]], in [[which]] valuables are kept: a [[treasury]] ([[Herodotus]], [[Euripides]], [[Plato]], [[Aristotle]], Diodorus, [[Plutarch]], Herodian; storehouse, [[repository]], [[magazine]] ([[παλαιός]], 1); [[metaphorically]], of the [[soul]], as the [[repository]] of thoughts, feelings, purposes, etc.: (G L T Tr WH, 35b); [[with]] epexegetical genitive τῆς καρδίας, ibid. 12:35a the things laid up in a [[treasury]]; [[collected]] treasures: θησαυρόν ἔχειν ἐν οὐρανῷ, to [[have]] [[treasure]] laid up for [[themselves]] in [[heaven]], is used of those to whom God has appointed [[eternal]] [[salvation]]: [[something]] [[precious]], τῆς σοφίας ([[Xenophon]], mem. 4,2, 9; [[Plato]], Philippians , p. 15e.) καί γνώσεως, equivalent to [[πᾶσα]] ἡ [[σοφία]] καί [[γνῶσις]] ὡς θησαυροί, Colossians 2:3.
|txtha=θησαυροῦ, ὁ (from ΘΑΩ ([[τίθημι]]) [[with]] the paragog. [[term]]. [[θησαυρός]]); the Sept. [[often]] for אוצָר; Latin thesaurus; i. e.<br /><b class="num">1.</b> the [[place]] in [[which]] [[goods]] and [[precious]] things are [[collected]] and laid up;<br /><b class="num">a.</b> a [[casket]], [[coffer]], or [[other]] [[receptacle]], in [[which]] valuables are kept: a [[treasury]] ([[Herodotus]], [[Euripides]], [[Plato]], [[Aristotle]], Diodorus, [[Plutarch]], Herodian; storehouse, [[repository]], [[magazine]] ([[παλαιός]], 1); [[metaphorically]], of the [[soul]], as the [[repository]] of thoughts, feelings, purposes, etc.: (G L T Tr WH, 35b); [[with]] epexegetical genitive τῆς καρδίας, ibid. 12:35a the things laid up in a [[treasury]]; [[collected]] treasures: θησαυρόν ἔχειν ἐν οὐρανῷ, to [[have]] [[treasure]] laid up for [[themselves]] in [[heaven]], is used of those to whom God has appointed [[eternal]] [[salvation]]: [[something]] [[precious]], τῆς σοφίας ([[Xenophon]], mem. 4,2, 9; [[Plato]], Philippians , p. 15e.) καί γνώσεως, equivalent to [[πᾶσα]] ἡ [[σοφία]] καί [[γνῶσις]] ὡς θησαυροί, Colossians 2:3.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θησαυρός]])<br /><b>1.</b> άφθονα πλούτη, [[περιουσία]], χρήματα, ό,τι αποταμιεύεται, ό,τι φυλάσσεται σε [[θησαυροφυλάκιο]] («οι θησαυροί του Κροίσου»)<br /><b>2.</b> [[θησαυροφυλάκιο]] («ἐσφράγισται ἐν τοῑς θησαυροῑς μου», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] [[μεγάλης]] αξίας ή σπουδαιότητας («θησαυροὺς οὓς κατέλιπον βιβλίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> ναόμορφο [[οικοδόμημα]] ελληνικής πόλης στα μεγάλα ιερὰ στο οποίο φυλάσσονταν τα πολύτιμα αναθήματα στους θεούς («τὸν ἐν Δελφοῑς θησαυρὸν τῶν Ἀθηναίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[θολωτός]] μηκυναϊκός [[τάφος]] [[μέσα]] στον οποίο πιστευόταν ότι οι βασιλείς έκρυβαν τα πολύτιμα αντικείμενά τους («θησαυρὸς τοῡ Ἀτρέως»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που απαντά σε [[αφθονία]] («[[θησαυρός]] γνώσεων»)<br /><b>3.</b> [[ποσότητα]] χρημάτων ή πολύτιμων πραγμάτων κρυμμένων ή θαμμένων [[κάπου]] («[[χρόνια]] [[τώρα]] ψάχνει να βρει έναν θησαυρό»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θησαυρός]] της ελληνικής γλώσσας» — μεγάλο [[λεξικό]] το οποίο περιλαμβάνει όλες ή όσο το δυνατόν περισσότερες λέξεις<br />β) «κρυμμένος [[θησαυρός]]» — [[αφανής]] [[αξία]], [[πρόσωπο]] [[μεγάλης]] αξίας που ώς [[τώρα]] αγνοήθηκε<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ἄνθρακες ὁ [[θησαυρός]]» — λέγεται για ελπίδες που διαψεύσθηκαν (<b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πάπ.</b> [[δημόσια]] [[αποθήκη]] σιτηρών<br /><b>2.</b> [[δοχείο]], [[κιβώτιο]], [[θήκη]] πολύτιμων πραγμάτων<br /><b>3.</b> κυβόσχημο [[κουτί]] με [[σχισμή]] για τη [[ρίψη]] κερμάτων στους ναούς<br /><b>4.</b> [[σπήλαιο]]<br /><b>5.</b> υπόγεια [[φυλακή]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «θησαυρὸς βελέεσσιν» — η [[φαρέτρα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά καιρούς διατυπώθηκαν εικασίες που δεν πείθουν. Η λ. θεωρήθηκε σύνθ. με α' συνθετικό <i>θησ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> το α' συνθετικό <i>στησ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ί</i>-<i>στη</i>-<i>μι</i> του <i>Στησ</i>-<i>ήνωρ</i> κι [[ακόμη]] το <i>στησί</i>-<i>χορος</i>), δεν υπάρχει όμως [[άλλο]] συνθ. με αυτό το α' συνθετικό. Το υποτιθέμενο β' συνθετικό -<i>αυρος</i> σημαίνει [[κατά]] μία [[άποψη]] «ύδωρ» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>αυρος</i>) και η αρχική [[σημασία]] του <i>θησ</i>-<i>αυρός</i> ήταν «[[τόπος]] αποθηκεύσεως ύδατος, [[δεξαμενή]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] το β' συνθετικό [[είναι]] η λ. [[αύρα]] και ο <i>θησ</i>-<i>αυρός</i> δήλωνε αρχικά ένα [[είδος]] υπαίθριας τροφαποθήκης. Η Λατινική δανείστηκε τις λ. <i>thesaurus</i> και <i>thesauriz</i><i>ō</i> από την Ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θησαυρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θησαυρικός]], [[θησαυρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θησαυροφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[θησαυροφυλάκιον]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[θησαυροποιός]], [[θησαυροποιώ]], [[θησαυροφυλακώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θησαυροδοτώ]], [[θησαυρομανία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θησαυρωρυχεία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ευθήσαυρος]], [[φιλοθήσαυρος]]].
}}
}}