3,258,334
edits
(4) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνήλιπος]], -ον (Α)<br />[[ανυπόδητος]], ξυπόλητος<br /><b>βλ.</b> [[νήλιπος]]. | |mltxt=[[ἀνήλιπος]], -ον (Α)<br />[[ανυπόδητος]], ξυπόλητος<br /><b>βλ.</b> [[νήλιπος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνήλῐπος:''' Δωρ. ἀν-άλ-, <i>-ον</i> ([[ἦλιψ]], είδος παπουτσιού), αυτό που δεν έχει πέδιλα, [[ανυπόδητος]], [[ξυπόλυτος]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |