διαρρίπτω: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαρρίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] (ματιές) [[τριγύρω]]<br /><b>3.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>4.</b> [[ανασκευάζω]], [[απορρίπτω]]<br /><b>5.</b> [[σπαταλώ]], [[διασπαθίζω]].
|mltxt=[[διαρρίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] (ματιές) [[τριγύρω]]<br /><b>3.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>4.</b> [[ανασκευάζω]], [[απορρίπτω]]<br /><b>5.</b> [[σπαταλώ]], [[διασπαθίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαρρίπτω:''' ποιητ. δια-[[ρίπτω]], Ιων. παρατ. <i>διαρ-ρίπτασκον</i>, μέλ. <i>-ψω</i>, στην Αττ. επίσης ενεστ. [[διαρριπτέω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] ή [[εκτοξεύω]] δια μέσου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] [[τριγύρω]], λέγεται για [[σκύλο]], [[κουνώ]] την [[ουρά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[διασκορπίζω]], [[ρίχνω]], [[πετώ]], όπως καρύδια ή χρήματα [[ανάμεσα]] στο [[πλήθος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[βουτώ]], ρίχνομαι, σε Ξεν.
}}
}}