Anonymous

διαρρίπτω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρρίπτω:''' ποιητ. δια-[[ρίπτω]], Ιων. παρατ. <i>διαρ-ρίπτασκον</i>, μέλ. <i>-ψω</i>, στην Αττ. επίσης ενεστ. [[διαρριπτέω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] ή [[εκτοξεύω]] δια μέσου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] [[τριγύρω]], λέγεται για [[σκύλο]], [[κουνώ]] την [[ουρά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[διασκορπίζω]], [[ρίχνω]], [[πετώ]], όπως καρύδια ή χρήματα [[ανάμεσα]] στο [[πλήθος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[βουτώ]], ρίχνομαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''διαρρίπτω:''' ποιητ. δια-[[ρίπτω]], Ιων. παρατ. <i>διαρ-ρίπτασκον</i>, μέλ. <i>-ψω</i>, στην Αττ. επίσης ενεστ. [[διαρριπτέω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] ή [[εκτοξεύω]] δια μέσου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] [[τριγύρω]], λέγεται για [[σκύλο]], [[κουνώ]] την [[ουρά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[διασκορπίζω]], [[ρίχνω]], [[πετώ]], όπως καρύδια ή χρήματα [[ανάμεσα]] στο [[πλήθος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[βουτώ]], ρίχνομαι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρρίπτω:''' Arph. [[διαρίπτω]]<br /><b class="num">1)</b> бросать вокруг, разбрасывать (ἀστέρες διερριμμένοι Luc.): κόμαι διερριμμέναι Polyb. растрепанные волосы; [[πανταχῇ]] διάρ(ρ)ιψον [[ὄμμα]] Arph. оглянись хорошенько вокруг; τὰ διερριμμένα προσαγορεύεσθαι Plat. или διερριμμένην μνήμην ποιεῖσθαι Polyb. делать отдельные или несвязные замечания;<br /><b class="num">2)</b> бросать или пускать сквозь: δ. ὀϊστόν Hom. пропускать стрелу (сквозь ряд колец);<br /><b class="num">3)</b> разбрасывать, раскидывать, ломать (τὸν [[περίβολον]] Polyb.).
}}
}}