3,274,522
edits
(33) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ιά, -ύ, θηλ., και -εία / [[πλατύς]], -εῑα, -ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α<br />αυτός που έχει [[πλάτος]] σχετικά μεγάλο, [[ευρύς]], [[φαρδύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός του οποίου η [[σκέψη]] αγκαλιάζει ευρείες περιοχές του πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει ένα [[θέμα]] σφαιρικά<br />β) (για [[έρευνα]], [[συζήτηση]]) [[λεπτομερειακός]], [[διεξοδικός]] («έγινε πλατιά [[συζήτηση]] του θέματος»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[πλατεία]]<br /><b>βλ.</b> [[πλατεία]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. υπερθετ. βαθμού ως επίρρ.) <i>πλατύτατα</i><br />διεξοδικά, ευρύτατα («μίλησε για το [[θέμα]] πλατύτατα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πλατύ [[γέλιο]]» <br />α) [[γέλιο]] με ορθάνοιχτο το [[στόμα]]<br />β) <b>μτφ.</b> καλόκαρδο και τρανταχτό [[γέλιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> ο πολύ καλά εδραιωμένος («πλατεῑαν εἰρήνην», Θεοφάν. Χρον.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταλαμβάνει [[μεγάλη]] [[έκταση]], [[εκτεταμένος]] («αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ευρύς]] και [[επίπεδος]] («[[χῶρος]] πλατὺς καὶ [[πολλός]]», η<br />ρόδ.)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[εύσωμος]], [[μεγαλόσωμος]]<br /><b>4.</b> (για λόγο) [[σχοινοτενής]], [[χαλαρός]]<br /><b>5.</b> ο πολύ διαδεδομένος<br /><b>6.</b> (κατ' επεκτ.) [[συνήθης]]<br /><b>7.</b> (για [[προφορά]]) [[τραχύς]], [[βαρύς]] («πλατέα λαλοῡσι [[πάντα]] οἱ Δωριεῑς», Δημήτρ.)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) (για τις εποχές του έτους) πολύ προχωρημένος («πλατὺ ἔαρ», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) [[ισχυρός]], [[δυνατός]] («πλατὺς [[ὅρκος]]» — [[ισχυρός]], [[σταθερός]] όρκος, Εμπ.)<br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πλατύ</i><br />ισχυρώς, [[δυνατά]] («ὦν καταχρεμψαμένη μέγα καὶ πλατύ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> (το ουδ. συγκριτ. βαθμού ως επίρρ.) <i>πλατύτερον</i><br />με περισσότερες λεπτομέρειες, πιο διεξοδικά<br /><b>11.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πλατεῖα]]<br />(ενν. [[οδός]]) α) [[φαρδύς]] [[δρόμος]]<br />β) (ενν. [[χείρ]]) το πλατύ [[μέρος]] του χεριού, η [[παλάμη]]<br />γ) [[είδος]] φαρδιού κύπελλου ή πινακίου<br />δ) ευρεία [[ράβδωση]] ή φαρδύ [[κράσπεδο]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «κάρυα τὰ πλατέα» — τα [[κάστανα]]<br />β) «πλατὺ γελῶ» ή «καταγελῶ» — [[γελώ]] με ανοιχτό το [[στόμα]], [[γελώ]] [[δυνατά]] ή [[γελώ]] με [[αναίδεια]]<br />γ) «πλατὺς [[κατάγελως]]» — πολύ [[γέλιο]] ή ολοφάνερο [[γέλιο]], [[περίγελως]]<br />δ) «πλατὺς [[φλήναφος]]» πολύ [[φλυαρία]]<br />ε) «Σεβαστή πλατεῑα» — [[ονομασία]] συντεχνίας<br />στ) «[[πλατύς]] [[δρόμος]]» — [[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για τη [[διέλευση]] οχημάτων, [[αμαξιτός]] [[δρόμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλατιά</i>/ [[πλατέως]] ΝΜΑ<br />εν εκτάσει, λεπτομερειακά, διεξοδικά<br /><b>αρχ.</b><br />με ασάφειες, [[χωρίς]] [[ακριβολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πλατύς]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας με λαρυγγικό φθόγγο <i>plet</i><i>ә</i><sub>2</sub>- / <i>plt</i><i>ә</i><sub>2</sub> «[[πλατύς]], [[ευρύς]]» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>prthu</i> και αβεστ. <i>par</i><i>ә</i><i>θu</i>- «[[ευρύς]], [[πλατύς]]». Στην ύπαρξη λαρυγγικού φθόγγου στη [[ρίζα]] οδήγησαν αφ' ενός το δεύτερο -<i>α</i>- του ελλ. <i>πλατ</i>-<i>α</i>-<i>μών</i> και αφ' ετέρου το άηχο δασύ [[σύμφωνο]] <i>–th</i>- του αρχ. ινδ. τ. <i>prthu</i>-. Από το θ. του επιθ. [[πλατύς]] έχουν σχηματιστεί: το σιγμόληκτο ουδ. [[πλάτος]] (<b>πρβλ.</b> [[βαρύς]]: [[βάρος]]) και τα: [[πλαταμών]], [[πλάτη]], [[πλάτης]]. Στο επίθ. [[πλατύς]], ανάγονται εξάλλου το ανθρωπωνύμιο [[Πλάτων]] του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου, που χρησιμοποιήθηκε ως [[παρωνύμιο]] [[επειδή]] είχε φαρδιούς ώμους και το [[τοπωνύμιο]] [[Πλάταια]]. Το επίθ. [[πλατύς]], [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>πλατυ</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πλατυ</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πλατύνω]], [[πλατύτης]](-<i>ητα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλατύζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλαταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>πλατυ</i>-)].———————— <b>(II)</b><br />-εῑα, -ύ, Α<br />ο [[αλμυρός]], [[στυφός]] στη [[γεύση]] («πλατέα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[χρήση]] του επιθ. στις ομηρικές φρ.: «[[πλατύς]] [[Ἑλλήσποντος]]», «<i>Ἑλλησπόντῳ πλατεῖ</i>» οδήγησε στη σημ. «[[αλμυρός]]» [[αφού]] η σημ. «[[πλατύς]], [[ευρύς]]» για πορθμό δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Η [[σύνδεση]] του επιθ. με το αρχ. ινδ. <i>patu</i>- «[[οξύς]]» γεννά προβλήματα]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ιά, -ύ, θηλ., και -εία / [[πλατύς]], -εῑα, -ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α<br />αυτός που έχει [[πλάτος]] σχετικά μεγάλο, [[ευρύς]], [[φαρδύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός του οποίου η [[σκέψη]] αγκαλιάζει ευρείες περιοχές του πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει ένα [[θέμα]] σφαιρικά<br />β) (για [[έρευνα]], [[συζήτηση]]) [[λεπτομερειακός]], [[διεξοδικός]] («έγινε πλατιά [[συζήτηση]] του θέματος»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[πλατεία]]<br /><b>βλ.</b> [[πλατεία]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. υπερθετ. βαθμού ως επίρρ.) <i>πλατύτατα</i><br />διεξοδικά, ευρύτατα («μίλησε για το [[θέμα]] πλατύτατα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πλατύ [[γέλιο]]» <br />α) [[γέλιο]] με ορθάνοιχτο το [[στόμα]]<br />β) <b>μτφ.</b> καλόκαρδο και τρανταχτό [[γέλιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> ο πολύ καλά εδραιωμένος («πλατεῑαν εἰρήνην», Θεοφάν. Χρον.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταλαμβάνει [[μεγάλη]] [[έκταση]], [[εκτεταμένος]] («αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ευρύς]] και [[επίπεδος]] («[[χῶρος]] πλατὺς καὶ [[πολλός]]», η<br />ρόδ.)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[εύσωμος]], [[μεγαλόσωμος]]<br /><b>4.</b> (για λόγο) [[σχοινοτενής]], [[χαλαρός]]<br /><b>5.</b> ο πολύ διαδεδομένος<br /><b>6.</b> (κατ' επεκτ.) [[συνήθης]]<br /><b>7.</b> (για [[προφορά]]) [[τραχύς]], [[βαρύς]] («πλατέα λαλοῡσι [[πάντα]] οἱ Δωριεῑς», Δημήτρ.)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) (για τις εποχές του έτους) πολύ προχωρημένος («πλατὺ ἔαρ», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) [[ισχυρός]], [[δυνατός]] («πλατὺς [[ὅρκος]]» — [[ισχυρός]], [[σταθερός]] όρκος, Εμπ.)<br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πλατύ</i><br />ισχυρώς, [[δυνατά]] («ὦν καταχρεμψαμένη μέγα καὶ πλατύ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> (το ουδ. συγκριτ. βαθμού ως επίρρ.) <i>πλατύτερον</i><br />με περισσότερες λεπτομέρειες, πιο διεξοδικά<br /><b>11.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πλατεῖα]]<br />(ενν. [[οδός]]) α) [[φαρδύς]] [[δρόμος]]<br />β) (ενν. [[χείρ]]) το πλατύ [[μέρος]] του χεριού, η [[παλάμη]]<br />γ) [[είδος]] φαρδιού κύπελλου ή πινακίου<br />δ) ευρεία [[ράβδωση]] ή φαρδύ [[κράσπεδο]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «κάρυα τὰ πλατέα» — τα [[κάστανα]]<br />β) «πλατὺ γελῶ» ή «καταγελῶ» — [[γελώ]] με ανοιχτό το [[στόμα]], [[γελώ]] [[δυνατά]] ή [[γελώ]] με [[αναίδεια]]<br />γ) «πλατὺς [[κατάγελως]]» — πολύ [[γέλιο]] ή ολοφάνερο [[γέλιο]], [[περίγελως]]<br />δ) «πλατὺς [[φλήναφος]]» πολύ [[φλυαρία]]<br />ε) «Σεβαστή πλατεῑα» — [[ονομασία]] συντεχνίας<br />στ) «[[πλατύς]] [[δρόμος]]» — [[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για τη [[διέλευση]] οχημάτων, [[αμαξιτός]] [[δρόμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλατιά</i>/ [[πλατέως]] ΝΜΑ<br />εν εκτάσει, λεπτομερειακά, διεξοδικά<br /><b>αρχ.</b><br />με ασάφειες, [[χωρίς]] [[ακριβολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πλατύς]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας με λαρυγγικό φθόγγο <i>plet</i><i>ә</i><sub>2</sub>- / <i>plt</i><i>ә</i><sub>2</sub> «[[πλατύς]], [[ευρύς]]» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>prthu</i> και αβεστ. <i>par</i><i>ә</i><i>θu</i>- «[[ευρύς]], [[πλατύς]]». Στην ύπαρξη λαρυγγικού φθόγγου στη [[ρίζα]] οδήγησαν αφ' ενός το δεύτερο -<i>α</i>- του ελλ. <i>πλατ</i>-<i>α</i>-<i>μών</i> και αφ' ετέρου το άηχο δασύ [[σύμφωνο]] <i>–th</i>- του αρχ. ινδ. τ. <i>prthu</i>-. Από το θ. του επιθ. [[πλατύς]] έχουν σχηματιστεί: το σιγμόληκτο ουδ. [[πλάτος]] (<b>πρβλ.</b> [[βαρύς]]: [[βάρος]]) και τα: [[πλαταμών]], [[πλάτη]], [[πλάτης]]. Στο επίθ. [[πλατύς]], ανάγονται εξάλλου το ανθρωπωνύμιο [[Πλάτων]] του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου, που χρησιμοποιήθηκε ως [[παρωνύμιο]] [[επειδή]] είχε φαρδιούς ώμους και το [[τοπωνύμιο]] [[Πλάταια]]. Το επίθ. [[πλατύς]], [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>πλατυ</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πλατυ</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πλατύνω]], [[πλατύτης]](-<i>ητα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλατύζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλαταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>πλατυ</i>-)].———————— <b>(II)</b><br />-εῑα, -ύ, Α<br />ο [[αλμυρός]], [[στυφός]] στη [[γεύση]] («πλατέα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[χρήση]] του επιθ. στις ομηρικές φρ.: «[[πλατύς]] [[Ἑλλήσποντος]]», «<i>Ἑλλησπόντῳ πλατεῖ</i>» οδήγησε στη σημ. «[[αλμυρός]]» [[αφού]] η σημ. «[[πλατύς]], [[ευρύς]]» για πορθμό δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Η [[σύνδεση]] του επιθ. με το αρχ. ινδ. <i>patu</i>- «[[οξύς]]» γεννά προβλήματα]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλᾰτύς:''' -εῖα, -ύ, Ιων. θηλ. [[πλατέα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φαρδύς]], [[πλατύς]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αἰπόλια πλ. αἰγῶν</i>, ευρύ [[κοπάδι]], δηλ. πλατιά απλωμένο (σε [[μεγάλη]] [[έκταση]]), σε Όμηρ.· <i>πλατεῖαι πρόσοδοι</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επίπεδος]], [[πλατύς]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· κάρυα τὰ [[πλατέα]], δηλ. τα [[κάστανα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για άνθρωπο, [[μεγαλόσωμος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., πλατὺς [[κατάγελως]], ευρεία (δηλ. ολοφάνερη) [[κοροϊδία]], σε Αριστοφ.· ουδ. ως επίρρ., [[ευρέως]], επίπεδα, [[απλώς]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[πλατεῖα]] (ενν. [[ὁδός]]), <i>ἡ</i>, [[δρόμος]], Λατ. [[platea]], σε Ξεν.· — (ενν. [[χείρ]]), το πλατύ [[μέρος]] της παλάμης, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αλμυρός]], [[γλυφός]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |