Anonymous

πλατύς: Difference between revisions

From LSJ
1,025 bytes added ,  31 December 2018
3b
(6)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰτύς:''' -εῖα, -ύ, Ιων. θηλ. [[πλατέα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φαρδύς]], [[πλατύς]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αἰπόλια πλ. αἰγῶν</i>, ευρύ [[κοπάδι]], δηλ. πλατιά απλωμένο (σε [[μεγάλη]] [[έκταση]]), σε Όμηρ.· <i>πλατεῖαι πρόσοδοι</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επίπεδος]], [[πλατύς]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· κάρυα τὰ [[πλατέα]], δηλ. τα [[κάστανα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για άνθρωπο, [[μεγαλόσωμος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., πλατὺς [[κατάγελως]], ευρεία (δηλ. ολοφάνερη) [[κοροϊδία]], σε Αριστοφ.· ουδ. ως επίρρ., [[ευρέως]], επίπεδα, [[απλώς]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[πλατεῖα]] (ενν. [[ὁδός]]), <i>ἡ</i>, [[δρόμος]], Λατ. [[platea]], σε Ξεν.· — (ενν. [[χείρ]]), το πλατύ [[μέρος]] της παλάμης, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αλμυρός]], [[γλυφός]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πλᾰτύς:''' -εῖα, -ύ, Ιων. θηλ. [[πλατέα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φαρδύς]], [[πλατύς]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αἰπόλια πλ. αἰγῶν</i>, ευρύ [[κοπάδι]], δηλ. πλατιά απλωμένο (σε [[μεγάλη]] [[έκταση]]), σε Όμηρ.· <i>πλατεῖαι πρόσοδοι</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επίπεδος]], [[πλατύς]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· κάρυα τὰ [[πλατέα]], δηλ. τα [[κάστανα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για άνθρωπο, [[μεγαλόσωμος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., πλατὺς [[κατάγελως]], ευρεία (δηλ. ολοφάνερη) [[κοροϊδία]], σε Αριστοφ.· ουδ. ως επίρρ., [[ευρέως]], επίπεδα, [[απλώς]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[πλατεῖα]] (ενν. [[ὁδός]]), <i>ἡ</i>, [[δρόμος]], Λατ. [[platea]], σε Ξεν.· — (ενν. [[χείρ]]), το πλατύ [[μέρος]] της παλάμης, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αλμυρός]], [[γλυφός]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰτύς:''' εῖα (ион. έα), ύ (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> широкий ([[τελαμών]], [[Ἑλλήσποντος]] Hom.; [[τάφρος]] Pind.; πύλαι NT);<br /><b class="num">2)</b> широко раскинувшийся, разбросанный (αἰπόλια αἰγῶν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> широкоплечий, полный (οὐχ οἱ πλατεῖς, οὐδ᾽ εὐρύνωτοι Soph.);<br /><b class="num">4)</b> плоский, равнинный ([[χῶρος]] Her.; γῆ [[Θετταλία]] Xen.): κάρυα τὰ [[πλατέα]] Xen. каштаны;<br /><b class="num">5)</b> широко открытый (πύλαι Plut.);<br /><b class="num">6)</b> основательный, крепкий ([[ὅρκος]] Emped.);<br /><b class="num">7)</b> громкий, раскатистый ([[κατάγελως]] Arph.).<br />εῖα, ύ соленый или солоноватый (πόματα Her.; ὕδατα Arst.).
}}
}}