3,274,917
edits
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελλιπής]] (α. «[[πλημμελής]] [[εργασία]]» β. «[[πλημμελής]] [[εκτέλεση]] καθήκοντος»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράφωνος]]<br /><b>2.</b> λαθεμένος, [[ελαττωματικός]]<br /><b>3.</b> [[δυσάρεστος]], [[προσβλητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πλημμελώς]] / <i>πλημμελῶς</i>, ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ. <span style="color: red;"><</span> [[πλήν]] <span style="color: red;">+</span> [[μέλος]] «[[άσμα]], ωδή» (<b>πρβλ.</b> <i>εμ</i>-[[μελής]]), η οποία δήλωνε αρχικά τον παράφωνο και στη [[συνέχεια]] διευρύνθηκε σημασιολογικά παίρνοντας τη σημ. «αυτός που διαπράττει [[σφάλμα]], [[λανθασμένος]], [[ελαττωματικός]]»]. | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελλιπής]] (α. «[[πλημμελής]] [[εργασία]]» β. «[[πλημμελής]] [[εκτέλεση]] καθήκοντος»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράφωνος]]<br /><b>2.</b> λαθεμένος, [[ελαττωματικός]]<br /><b>3.</b> [[δυσάρεστος]], [[προσβλητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πλημμελώς]] / <i>πλημμελῶς</i>, ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ. <span style="color: red;"><</span> [[πλήν]] <span style="color: red;">+</span> [[μέλος]] «[[άσμα]], ωδή» (<b>πρβλ.</b> <i>εμ</i>-[[μελής]]), η οποία δήλωνε αρχικά τον παράφωνο και στη [[συνέχεια]] διευρύνθηκε σημασιολογικά παίρνοντας τη σημ. «αυτός που διαπράττει [[σφάλμα]], [[λανθασμένος]], [[ελαττωματικός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλημμελής:''' -ές ([[πλήν]], [[μέλος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τη [[μελωδία]], αντίθ. προς το [[ἐμμελής]].<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., αυτός που βρίσκεται σε [[παραφωνία]], [[εσφαλμένος]], παραπλανημένος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[δυσάρεστος]], [[ασύμφωνος]], μη [[χαρούμενος]], <i>πλημμελές τι δρᾶν παθέω</i>, σε Ευρ. κ.λπ. | |||
}} | }} |