καθέν: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
(6_5)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθέν''': ἀντὶ καθ’ ἕν, ἴδε κατὰ Β. ΙΙ. 4.
|lstext='''καθέν''': ἀντὶ καθ’ ἕν, ἴδε κατὰ Β. ΙΙ. 4.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθέν:''' αντί <i>καθ' ἕν</i>, ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

καθέν: ἀντὶ καθ’ ἕν, ἴδε κατὰ Β. ΙΙ. 4.

Greek Monotonic

καθέν: αντί καθ' ἕν, ο ένας μετά τον άλλο.