μεμάποιεν: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(6_14)
(5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμάποιεν''': μέμαρπον, μεμαρπώς, ἴδε ἐν λέξ. [[μάρπτω]].
|lstext='''μεμάποιεν''': μέμαρπον, μεμαρπώς, ἴδε ἐν λέξ. [[μάρπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεμάποιεν:''' [ᾰ], Επικ. γʹ πληθ. ευκτ. παρακ. του [[μάρπτω]].
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 129] u. μέμαρπον, aor. II. zu μάρπτω.

Greek (Liddell-Scott)

μεμάποιεν: μέμαρπον, μεμαρπώς, ἴδε ἐν λέξ. μάρπτω.

Greek Monotonic

μεμάποιεν: [ᾰ], Επικ. γʹ πληθ. ευκτ. παρακ. του μάρπτω.