καινόταφος: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινόταφος]], -ον (Α)<br />(μόνο στη φρ.) «[[καινόταφον]] [[σχῆμα]]» — νέο, ασυνήθιστο [[σχήμα]] τάφου, (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> [[τάφος]].
|mltxt=[[καινόταφος]], -ον (Α)<br />(μόνο στη φρ.) «[[καινόταφον]] [[σχῆμα]]» — νέο, ασυνήθιστο [[σχήμα]] τάφου, (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> [[τάφος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καινότᾰφος:''' -ον, λέγεται για τον καινούριο τάφο, σε Ανθ.
}}
}}