3,277,172
edits
(8) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[γλαύκα]]. | |mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[γλαύκα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γλαύξ:''' Αττ. γλαῦξ, γεν. [[γλαυκός]], <i>ἡ</i>, [[κουκουβάγια]]· αποκαλείται έτσι εξαιτίας των άγρια αστραφτερών, εκθαμβωτικών οφθαλμών της (βλ. [[γλαυκός]] και πρβλ. [[σκώψ]])· παροιμ., γλαῦκ' [[Ἀθήναζε]], <i>γλαῦκ' εἰς Ἀθήνας =</i> κάνω [[κάτι]] περιττό, μάταιο και [[ωστόσο]] [[καμαρώνω]] γι' αυτό, όπως όταν [[κάποιος]] φέρνει κουκουβάγιες στην Αθήνα, [[γιατί]] έτσι κι [[αλλιώς]] στην Αθήνα υπάρχουν πολλές (στα νομίσματα), σε Αριστοφ.· τα αθηναϊκά ασημένια νομίσματα λέγονταν <i>γλαῦκες Λαυρεωτικαί</i>, [[επειδή]] ως [[εικόνα]] τους είχαν μια [[κουκουβάγια]], στον ίδ. | |||
}} | }} |