γλαύξ: Difference between revisions

1,005 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[γλαύκα]].
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[γλαύκα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλαύξ:''' Αττ. γλαῦξ, γεν. [[γλαυκός]], <i>ἡ</i>, [[κουκουβάγια]]· αποκαλείται έτσι εξαιτίας των άγρια αστραφτερών, εκθαμβωτικών οφθαλμών της (βλ. [[γλαυκός]] και πρβλ. [[σκώψ]])· παροιμ., γλαῦκ' [[Ἀθήναζε]], <i>γλαῦκ' εἰς Ἀθήνας =</i> κάνω [[κάτι]] περιττό, μάταιο και [[ωστόσο]] [[καμαρώνω]] γι' αυτό, όπως όταν [[κάποιος]] φέρνει κουκουβάγιες στην Αθήνα, [[γιατί]] έτσι κι [[αλλιώς]] στην Αθήνα υπάρχουν πολλές (στα νομίσματα), σε Αριστοφ.· τα αθηναϊκά ασημένια νομίσματα λέγονταν <i>γλαῦκες Λαυρεωτικαί</i>, [[επειδή]] ως [[εικόνα]] τους είχαν μια [[κουκουβάγια]], στον ίδ.
}}
}}