Anonymous

γλαύξ: Difference between revisions

From LSJ
705 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλαύξ:''' Αττ. γλαῦξ, γεν. [[γλαυκός]], <i>ἡ</i>, [[κουκουβάγια]]· αποκαλείται έτσι εξαιτίας των άγρια αστραφτερών, εκθαμβωτικών οφθαλμών της (βλ. [[γλαυκός]] και πρβλ. [[σκώψ]])· παροιμ., γλαῦκ' [[Ἀθήναζε]], <i>γλαῦκ' εἰς Ἀθήνας =</i> κάνω [[κάτι]] περιττό, μάταιο και [[ωστόσο]] [[καμαρώνω]] γι' αυτό, όπως όταν [[κάποιος]] φέρνει κουκουβάγιες στην Αθήνα, [[γιατί]] έτσι κι [[αλλιώς]] στην Αθήνα υπάρχουν πολλές (στα νομίσματα), σε Αριστοφ.· τα αθηναϊκά ασημένια νομίσματα λέγονταν <i>γλαῦκες Λαυρεωτικαί</i>, [[επειδή]] ως [[εικόνα]] τους είχαν μια [[κουκουβάγια]], στον ίδ.
|lsmtext='''γλαύξ:''' Αττ. γλαῦξ, γεν. [[γλαυκός]], <i>ἡ</i>, [[κουκουβάγια]]· αποκαλείται έτσι εξαιτίας των άγρια αστραφτερών, εκθαμβωτικών οφθαλμών της (βλ. [[γλαυκός]] και πρβλ. [[σκώψ]])· παροιμ., γλαῦκ' [[Ἀθήναζε]], <i>γλαῦκ' εἰς Ἀθήνας =</i> κάνω [[κάτι]] περιττό, μάταιο και [[ωστόσο]] [[καμαρώνω]] γι' αυτό, όπως όταν [[κάποιος]] φέρνει κουκουβάγιες στην Αθήνα, [[γιατί]] έτσι κι [[αλλιώς]] στην Αθήνα υπάρχουν πολλές (στα νομίσματα), σε Αριστοφ.· τα αθηναϊκά ασημένια νομίσματα λέγονταν <i>γλαῦκες Λαυρεωτικαί</i>, [[επειδή]] ως [[εικόνα]] τους είχαν μια [[κουκουβάγια]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γλαύξ:''' атт. γλαῦξ, [[γλαυκός]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> сова Arst., Plut.: γλαῦκ᾽ [[Ἀθήναζε]] Arph. и εἰς Ἀθήνας (sc. φέρειν) погов. Luc. нести сову в Афины (ср. «морю воды добавлять») (сова была посвящена Афине и служила ее эмблемой);<br /><b class="num">2)</b> «сова» (афинская четырехдрахмовая монета, с изображением совы); γλαῦκες Λαυριωτικαί Arph. четырехдрахмовики из лаврийского серебра (см. [[Λαύρειον]]).
}}
}}