χρηματίζω: Difference between revisions

6
(3_47-test)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και σε <b>επιγρ.</b> [[χρησματίζω]] Α [[χρῆμα]], <i>χρήματος</i>]<br /><b>μέσ.</b> <i>χρηματίζομαι</i><br />[[κερδίζω]] χρήματα με αθέμιτα [[μέσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασκώ]] μια ιδιωτική ή [[δημόσια]] [[υπηρεσία]], [[διατελώ]] («έχει χρηματίσει [[δήμαρχος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]], [[ονομάζω]]<br /><b>2.</b> (μτβ. και αμτβ.) α) [[υπολογίζω]] ή [[υπολογίζομαι]] («αἱ ἴνδικτοι χρηματίζειν... ἤρξαντο ἀπὸ πρώτης... τοῡ μηνός», Πασχ. Χρον.)<br />β) [[μεταβάλλω]] ή μεταβάλλομαι<br /><b>3.</b> [[αποκτώ]] [[προνόμιο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[χρηματίζω]] [[ἀντί]] τινος» — [[χρησιμεύω]] [[αντί]] για [[κάτι]] (<b>Άνν. Κομν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />προσαγορεύομαι τιμητικά («[[διάδημα]] περιθέσθαι καὶ [[βασιλέα]] χρηματίζειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με εμπορικές υποθέσεις<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[διαπραγματεύομαι]]<br /><b>3.</b> [[ακούω]] και [[εκφέρω]] [[γνώμη]], [[διεκπεραιώνω]] υποθέσεις («χρηματίζειν [[πρῶτα]] περὶ Εὐριπίδου, ὅ,τι χρὴ παθεῑν ἐκεῑνον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για κριτή) [[εκφέρω]] [[κρίση]]<br /><b>5.</b> [[αποκρίνομαι]], [[απαντώ]] [[μετά]] από [[σκέψη]]<br /><b>6.</b> (για θεό) i) [[εισακούω]]<br />ii) [[αποκαλύπτω]] το θέλημά μου<br /><b>7.</b> (για [[μαντείο]]) [[δίνω]] χρησμό<br /><b>8.</b> (γενικά) [[διατηρώ]] σχέσεις με κάποιον, σχετίζομαι<br /><b>9.</b> επηρεάζομαι από κάποιον<br /><b>10.</b> <b>αστρολ.</b> (για [[επίδραση]] τών άστρων) ασκούμαι<br /><b>11.</b> κινούμαι, οδηγούμαι από [[κάτι]] («καὶ [[μόλις]] ταῑς ἀνάγκαις χρηματίζοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>12.</b> [[πληρώνω]]<br /><b>13.</b> καλούμαι, ονομάζομαι<br /><b>14.</b> <b>μέσ.</b> α) [[διεξάγω]] εμπορικές υποθέσεις ή διαπραγματεύσεις για προσωπικό μου όφελος<br />β) (με αιτ. προσ.) [[αποσπώ]] χρήματα από κάποιον με εξαναγκασμό<br />γ) [[ενεργώ]] χρηματιστικές εργασίες ως [[δανειστής]] ή ως [[τοκιστής]] χρημάτων ή ως [[τραπεζίτης]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> «χρηματίζομαι ἀπό [ή ἔκ] τινος» — [[κερδίζω]] χρήματα από [[κάτι]].
|mltxt=ΝΜΑ, και σε <b>επιγρ.</b> [[χρησματίζω]] Α [[χρῆμα]], <i>χρήματος</i>]<br /><b>μέσ.</b> <i>χρηματίζομαι</i><br />[[κερδίζω]] χρήματα με αθέμιτα [[μέσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασκώ]] μια ιδιωτική ή [[δημόσια]] [[υπηρεσία]], [[διατελώ]] («έχει χρηματίσει [[δήμαρχος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]], [[ονομάζω]]<br /><b>2.</b> (μτβ. και αμτβ.) α) [[υπολογίζω]] ή [[υπολογίζομαι]] («αἱ ἴνδικτοι χρηματίζειν... ἤρξαντο ἀπὸ πρώτης... τοῡ μηνός», Πασχ. Χρον.)<br />β) [[μεταβάλλω]] ή μεταβάλλομαι<br /><b>3.</b> [[αποκτώ]] [[προνόμιο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[χρηματίζω]] [[ἀντί]] τινος» — [[χρησιμεύω]] [[αντί]] για [[κάτι]] (<b>Άνν. Κομν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />προσαγορεύομαι τιμητικά («[[διάδημα]] περιθέσθαι καὶ [[βασιλέα]] χρηματίζειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με εμπορικές υποθέσεις<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[διαπραγματεύομαι]]<br /><b>3.</b> [[ακούω]] και [[εκφέρω]] [[γνώμη]], [[διεκπεραιώνω]] υποθέσεις («χρηματίζειν [[πρῶτα]] περὶ Εὐριπίδου, ὅ,τι χρὴ παθεῑν ἐκεῑνον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για κριτή) [[εκφέρω]] [[κρίση]]<br /><b>5.</b> [[αποκρίνομαι]], [[απαντώ]] [[μετά]] από [[σκέψη]]<br /><b>6.</b> (για θεό) i) [[εισακούω]]<br />ii) [[αποκαλύπτω]] το θέλημά μου<br /><b>7.</b> (για [[μαντείο]]) [[δίνω]] χρησμό<br /><b>8.</b> (γενικά) [[διατηρώ]] σχέσεις με κάποιον, σχετίζομαι<br /><b>9.</b> επηρεάζομαι από κάποιον<br /><b>10.</b> <b>αστρολ.</b> (για [[επίδραση]] τών άστρων) ασκούμαι<br /><b>11.</b> κινούμαι, οδηγούμαι από [[κάτι]] («καὶ [[μόλις]] ταῑς ἀνάγκαις χρηματίζοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>12.</b> [[πληρώνω]]<br /><b>13.</b> καλούμαι, ονομάζομαι<br /><b>14.</b> <b>μέσ.</b> α) [[διεξάγω]] εμπορικές υποθέσεις ή διαπραγματεύσεις για προσωπικό μου όφελος<br />β) (με αιτ. προσ.) [[αποσπώ]] χρήματα από κάποιον με εξαναγκασμό<br />γ) [[ενεργώ]] χρηματιστικές εργασίες ως [[δανειστής]] ή ως [[τοκιστής]] χρημάτων ή ως [[τραπεζίτης]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> «χρηματίζομαι ἀπό [ή ἔκ] τινος» — [[κερδίζω]] χρήματα από [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρημᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, Αττ. <i>-ιῶ</i>, παρακ. <i>κεχρημάτικα</i> ([[χρῆμα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εμπορεύομαι]], συναλλάσσομαι, έχω δοσοληψίες, [[ιδίως]], λέγεται για χρηματικούς λόγους (παρόλο που αυτή η [[σημασία]] απαντάται στη Μέσ.), σε Θουκ., Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συζητώ]], [[διαλογίζομαι]], σε Δημ., Αισχίν.<br /><b class="num">3.</b> [[δίνω]] [[ακρόαση]] σε, [[απαντώ]] [[έπειτα]] από [[σκέψη]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.· τινὶ [[περί]] τινος, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για χρησμό, [[δίνω]] [[απάντηση]] (χρησμό) σε αυτούς που ρωτούν, σε Πλούτ. — Παθ., [[παίρνω]] [[απάντηση]] ή [[προειδοποίηση]], σε Καινή Διαθήκη· ἦν [[αὐτῷ]] κεχρηματισμένον, του είχε δοθεί [[προειδοποίηση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>χρηματίζομαι</i>, μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, παρακ. <i>κεχρημάτισμαι</i>· [[εμπορεύομαι]] ή [[διεξάγω]] διαπραγματεύσεις για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]] χρήματα, σε Θουκ., Πλάτ.· [[χρηματίζω]] χρήματα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διεκπεραιώνω]] υποθέσεις, έχω δοσοληψίες, έχω [[σύσκεψη]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., χρηματίζεσθαι τὸ [[νόμισμα]], κάνω χρηματικές εργασίες, σε Αριστ.<br /><b class="num">III.</b> σε μεταγεν. συγγραφείς, Ενεργ., [[λαμβάνω]] και [[φέρω]] τιμητικό όνομα ή τίτλο, αποκαλούμαι ή θεωρούμαι, χρηματίζει [[βασιλεύς]], σε Πολύβ.· [[Ἶσις]] ἐχρημάτισε, σε Πλούτ. <i>χρηματίσαι Χριστιανούς</i>, σε Καινή Διαθήκη· γενικά, ονομάζομαι, στο ίδ.
}}
}}