Anonymous

χρηματίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρημᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, Αττ. <i>-ιῶ</i>, παρακ. <i>κεχρημάτικα</i> ([[χρῆμα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εμπορεύομαι]], συναλλάσσομαι, έχω δοσοληψίες, [[ιδίως]], λέγεται για χρηματικούς λόγους (παρόλο που αυτή η [[σημασία]] απαντάται στη Μέσ.), σε Θουκ., Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συζητώ]], [[διαλογίζομαι]], σε Δημ., Αισχίν.<br /><b class="num">3.</b> [[δίνω]] [[ακρόαση]] σε, [[απαντώ]] [[έπειτα]] από [[σκέψη]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.· τινὶ [[περί]] τινος, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για χρησμό, [[δίνω]] [[απάντηση]] (χρησμό) σε αυτούς που ρωτούν, σε Πλούτ. — Παθ., [[παίρνω]] [[απάντηση]] ή [[προειδοποίηση]], σε Καινή Διαθήκη· ἦν [[αὐτῷ]] κεχρηματισμένον, του είχε δοθεί [[προειδοποίηση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>χρηματίζομαι</i>, μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, παρακ. <i>κεχρημάτισμαι</i>· [[εμπορεύομαι]] ή [[διεξάγω]] διαπραγματεύσεις για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]] χρήματα, σε Θουκ., Πλάτ.· [[χρηματίζω]] χρήματα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διεκπεραιώνω]] υποθέσεις, έχω δοσοληψίες, έχω [[σύσκεψη]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., χρηματίζεσθαι τὸ [[νόμισμα]], κάνω χρηματικές εργασίες, σε Αριστ.<br /><b class="num">III.</b> σε μεταγεν. συγγραφείς, Ενεργ., [[λαμβάνω]] και [[φέρω]] τιμητικό όνομα ή τίτλο, αποκαλούμαι ή θεωρούμαι, χρηματίζει [[βασιλεύς]], σε Πολύβ.· [[Ἶσις]] ἐχρημάτισε, σε Πλούτ. <i>χρηματίσαι Χριστιανούς</i>, σε Καινή Διαθήκη· γενικά, ονομάζομαι, στο ίδ.
|lsmtext='''χρημᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, Αττ. <i>-ιῶ</i>, παρακ. <i>κεχρημάτικα</i> ([[χρῆμα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εμπορεύομαι]], συναλλάσσομαι, έχω δοσοληψίες, [[ιδίως]], λέγεται για χρηματικούς λόγους (παρόλο που αυτή η [[σημασία]] απαντάται στη Μέσ.), σε Θουκ., Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συζητώ]], [[διαλογίζομαι]], σε Δημ., Αισχίν.<br /><b class="num">3.</b> [[δίνω]] [[ακρόαση]] σε, [[απαντώ]] [[έπειτα]] από [[σκέψη]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.· τινὶ [[περί]] τινος, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για χρησμό, [[δίνω]] [[απάντηση]] (χρησμό) σε αυτούς που ρωτούν, σε Πλούτ. — Παθ., [[παίρνω]] [[απάντηση]] ή [[προειδοποίηση]], σε Καινή Διαθήκη· ἦν [[αὐτῷ]] κεχρηματισμένον, του είχε δοθεί [[προειδοποίηση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>χρηματίζομαι</i>, μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, παρακ. <i>κεχρημάτισμαι</i>· [[εμπορεύομαι]] ή [[διεξάγω]] διαπραγματεύσεις για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]] χρήματα, σε Θουκ., Πλάτ.· [[χρηματίζω]] χρήματα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διεκπεραιώνω]] υποθέσεις, έχω δοσοληψίες, έχω [[σύσκεψη]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., χρηματίζεσθαι τὸ [[νόμισμα]], κάνω χρηματικές εργασίες, σε Αριστ.<br /><b class="num">III.</b> σε μεταγεν. συγγραφείς, Ενεργ., [[λαμβάνω]] και [[φέρω]] τιμητικό όνομα ή τίτλο, αποκαλούμαι ή θεωρούμαι, χρηματίζει [[βασιλεύς]], σε Πολύβ.· [[Ἶσις]] ἐχρημάτισε, σε Πλούτ. <i>χρηματίσαι Χριστιανούς</i>, σε Καινή Διαθήκη· γενικά, ονομάζομαι, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρημᾰτίζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> заниматься (общественными) делами, вести дела (ἡ σκηνὴ ἐν ᾗ χ. εἰώθει Polyb.): τοῦ χ. ἢ κρίνειν καιρὸς [[ὡρισμένος]] Diod. время, назначенное как для общественных, так и судебных дел;<br /><b class="num">2)</b> обсуждать общественные дела, совещаться (περί τινος Thuc., Dem.): πρὸς τὸν δῆμον χρηματίσαι Thuc. провести совещание в народном собрании; τὰ χρηματιζόμενα Plut. обсуждаемые вопросы;<br /><b class="num">3)</b> вершить суд, выносить решение, сообщать ответ (τινί Luc.): τινὰ εἰσδέχεσθαι καὶ χ. Plut. дать кому-л. аудиенцию; τὸ [[μαντεῖον]] χρηματίζει Plut. оракул дает ответ; χρηματίσαι ταῖς εὐχαῖς Luc. выслушать просьбы; ταῖς ἀνάγκαις χ. Plut. уступать непреодолимым обстоятельствам;<br /><b class="num">4)</b> вести переговоры: [[ἰδίᾳ]] χ. Dem. вести частные переговоры; χ. τινί Xen., Polyb., Plut. вести переговоры с кем-л.;<br /><b class="num">5)</b> заниматься денежными операциями, наживать деньги: χρηματιούμενος ἐξέπλευσε Lys. он уехал для наживы; χρηματίζεσθαί τινι Plut. наживать деньги в пользу кого-л.; χρηματίζεσθαι [[ἀπό]] τινος Plat., Plut. или ἔκ τινος Xen., Isocr. извлекать прибыли из чего-л.; χρηματίζεσθαι τὸ [[νόμισμα]] Arst. заниматься меняльным делом;<br /><b class="num">6)</b> вымогать деньги, обирать (τινά Polyb.);<br /><b class="num">7)</b> провозглашать или именовать себя: χρηματίζει [[βασιλεύς]] Polyb. он именует себя царем; ἐβασίλευε [[Πτολεμαῖος]] ὁ [[νέος]] [[Διόνυσος]] χρηματίζων Diod. царствовал (тогда) Птолемей, провозгласивший себя новым Дионисом; [[πατρόθεν]] χ. Plut. носить имя по отцу.
}}
}}