εὔφορτος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔφορτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει κανονικό [[φορτίο]], που έχει όσο [[φορτίο]] ή [[έρμα]] [[πρέπει]] να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο [[ταχύπλοος]] («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευχάριστος]], [[χαριτωμένος]] («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φόρτος]] «[[φορτίο]] πλοίου»].
|mltxt=[[εὔφορτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει κανονικό [[φορτίο]], που έχει όσο [[φορτίο]] ή [[έρμα]] [[πρέπει]] να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο [[ταχύπλοος]] («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευχάριστος]], [[χαριτωμένος]] («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φόρτος]] «[[φορτίο]] πλοίου»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔφορτος:''' -ον, καλοφορτωμένος, αυτός που έχει όσο φορτίο ή [[σαβούρα]] πρέπει ώστε να πλέει, να ταξιδεύει [[καλά]], σε Ανθ.
}}
}}