Anonymous

εὔφορτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔφορτος:''' -ον, καλοφορτωμένος, αυτός που έχει όσο φορτίο ή [[σαβούρα]] πρέπει ώστε να πλέει, να ταξιδεύει [[καλά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔφορτος:''' -ον, καλοφορτωμένος, αυτός που έχει όσο φορτίο ή [[σαβούρα]] πρέπει ώστε να πλέει, να ταξιδεύει [[καλά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔφορτος:''' легко нагруженный (νᾶες Anth.).
}}
}}