φανεῖμεν: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_5)
 
(6)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φανεῖμεν''': ἀντὶ φανείημεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 786.
|lstext='''φανεῖμεν''': ἀντὶ φανείημεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 786.
}}
{{lsm
|lsmtext='''φανεῖμεν:''' ποιητ. αντί <i>-είημεν</i>. αʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του [[φαίνω]].
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

φανεῖμεν: ἀντὶ φανείημεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 786.

Greek Monotonic

φανεῖμεν: ποιητ. αντί -είημεν. αʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του φαίνω.