προσρέω: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[ορμώ]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλήθος]] ανθρώπων) [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] [[προς]] κάποιον ή [[πλησιάζω]] [[κάτι]].
|mltxt=ΜΑ<br />[[ορμώ]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλήθος]] ανθρώπων) [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] [[προς]] κάποιον ή [[πλησιάζω]] [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, Παθ. αόρ. βʹ <i>-ερρύην</i>·<br /><b class="num">1.</b> ρέω προς κάποιο [[σημείο]], χύνομαι μέσα, συναθροίζομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> έρπω, [[πλησιάζω]] προς, <i>τινί</i>, σε Πλούτ.
}}
}}