Anonymous

προσρέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, Παθ. αόρ. βʹ <i>-ερρύην</i>·<br /><b class="num">1.</b> ρέω προς κάποιο [[σημείο]], χύνομαι μέσα, συναθροίζομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> έρπω, [[πλησιάζω]] προς, <i>τινί</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, Παθ. αόρ. βʹ <i>-ερρύην</i>·<br /><b class="num">1.</b> ρέω προς κάποιο [[σημείο]], χύνομαι μέσα, συναθροίζομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> έρπω, [[πλησιάζω]] προς, <i>τινί</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-ρέω toestromen, toesnellen.
}}
}}