ἀπό: Difference between revisions

7,184 bytes added ,  30 December 2018
3
(strοng)
(3)
Line 33: Line 33:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=a [[primary]] [[particle]]; "[[off]]," i.e. [[away]] (from [[something]] [[near]]), in [[various]] senses (of [[place]], [[time]], or [[relation]]; [[literal]] or figurative): (X [[here]]-)[[after]], [[ago]], at, [[because]] of, [[before]], by (the [[space]] of), for(-th), from, in, ([[out]]) of, [[off]], (up-)on(-ce), [[since]], [[with]]. In [[composition]] (as a prefix) it [[usually]] denotes [[separation]], [[departure]], [[cessation]], [[completion]], [[reversal]], etc.
|strgr=a [[primary]] [[particle]]; "[[off]]," i.e. [[away]] (from [[something]] [[near]]), in [[various]] senses (of [[place]], [[time]], or [[relation]]; [[literal]] or figurative): (X [[here]]-)[[after]], [[ago]], at, [[because]] of, [[before]], by (the [[space]] of), for(-th), from, in, ([[out]]) of, [[off]], (up-)on(-ce), [[since]], [[with]]. In [[composition]] (as a prefix) it [[usually]] denotes [[separation]], [[departure]], [[cessation]], [[completion]], [[reversal]], etc.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπό:''' ποιητ. [[ἀπαί]], πρόθ. με γεν.· Λατ. ab, από.<br /><b class="num">Α. I.</b> για [[τόπο]]·<br /><b class="num">1.</b> για [[κίνηση]] από [[τόπο]]· από, [[μακριά]] από, σε Όμηρ., κ.λπ. λέγεται για πολεμιστές που μάχονται από τα άρματα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> για [[θέση]], [[στάση]] σε [[τόπο]], [[μακριά]] από, σε [[απόσταση]] από, [[χώρια]] από, <i>ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀπ' ὀφθαλμῶν</i>, [[μακριά]] από το οπτικό [[πεδίο]] κάποιου, στο ίδ.· <i>ἀπὸθαλάσσης</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για το νου ή τα συναισθήματα, <i>ἀπὸ θυμοῦ</i>, [[μακριά]] από, δηλ. αποξενωμένος από τα συναισθήματα μου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>οὐκ ἀπὸ τρόπου</i>, όχι [[χωρίς]] λόγο, σε Πλάτ.· <i>οὐκ ἀπὸ πράγματος</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με επιμεριστική [[σημασία]], <i>αἶσ' ἀπὸ ληΐδος</i>, ένα [[μέρος]] της λείας, ένα μερίδιό της, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για χρόνο, από, [[μετά]], [[αφού]], [[αφότου]], <i>ἀπὸ δείπνου</i>, [[μετά]] το [[δείπνο]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπὸ δείπνου [[γενέσθαι]], [[αφότου]] ολοκληρώθηκε το [[δείπνο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἀφ'οὗ</i> (ενν. <i>χρόνου</i>), Λατ. ex [[quo]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> για [[καταγωγή]], [[προέλευση]], [[αιτία]] κ.λπ.·<br /><b class="num">1.</b> γι' αυτό από το οποίο προέρχεται ή έχει γεννηθεί [[κάποιος]], <i>οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης</i>, [[χωρίς]] να έχει φυτρώσει από βελανιδιά ή από βράχο, σε Ομήρ. Οδ.· [[τρίτος]] ἀπὸ [[Διός]], [[τρίτος]] από τη [[γενιά]] του [[Δία]], σε Πλάτ.· <i>οἱ ἀπὸ Σπάρτης</i>, οι άνδρες που κατάγονται από τη [[Σπάρτη]], σε Ηρόδ.· μεταφ. λέγεται για πράγματα, [[κάλλος]] ἀπὸ Χαρίτων, η [[ομορφιά]] που γεννήθηκε από τις Χάριτες, τέτοια όπως [[εκείνη]] που αυτές δωρίζουν, σε Ομήρ. Οδ.· [[γάλα]] ἀπὸ βοός, σε Αισχύλ.· σε [[σχέση]] με τον ιδρυτή μιας Σχολής ή μιας αίρεσης, <i>οἱ ἀπὸ Πλάτωνος</i>, οι μαθητές του Πλάτωνα· <i>οἱ ἀπὸ τῆς Ἀκαδημίας</i>, <i>ἀπὸ τῆς Στοᾶς</i>, οι Ακαδημικοί, οι Στωικοί φιλόσοφοι, σε Πλούτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το υλικό από το οποίο ή δια του οποίου έχει δημιουργηθεί [[κάτι]], <i>ἀπὸ ξύλου</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἀπὸ μέλιτος</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμοποιείται για το όργανο μέσω του οποίου έχει τελεστεί [[κάτι]], <i>ἀπ' ἀργυρέοιο βιοῖο</i>, από ([[βέλος]] που εκτοξεύτηκε από) ασημένιο [[τόξο]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για το [[πρόσωπο]] από το οποίο προέρχεται μια [[ενέργεια]], δηλ. από τον δράστη μιας ενέργειας, οὐδὲν [[μέγα]] [[ἔργον]] ἀπ' [[αὐτοῦ]] ἐγένετο, σε Ηρόδ.· ἐπράχθη ἀπ' [[αὐτοῦ]] [[οὐδέν]], σε Θουκ.· κατ' αυτόν τον τρόπο το ἀπό κατέληξε να χρησιμοποιείται όπως το [[ὑπό]], υποδηλώνοντας όμως μια πιο έμμεση [[ενέργεια]].<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για την [[πηγή]] από την οποία διατηρείται η [[ζωή]] ή η [[δύναμη]], [[ζῆν]] ἀπὸ ἰχθύων, σε Ηρόδ.· τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀπὸ [[τῶν]] νήσων, σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> λέγεται για την [[αιτία]], το [[μέσο]] ή την [[περίσταση]] από, δια ή εξαιτίας της οποίας γίνεται [[κάτι]], <i>ἀπὸ δικαιοσύνης</i>, για λόγους δικαιοσύνης, σε Ηρόδ.· ἀπὸ [[τῶν]] αὐτῶν λημμάτων, παρακινημένος από, αποσκοπώντας στα [[ίδια]] οφέλη, σε Δημ.· εξού, [[λαμβάνω]] αρκετές επιρρηματικές χρήσεις, <i>ἀπὸ σπουδῆς</i>, με ζήλο, με [[προθυμία]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀπὸ τοῦ ἴσου</i>, <i>ἀπὸ τῆς ἴσης</i> ή <i>ἀπ' ἴσης</i>, [[εξίσου]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἀπὸ γλώσσης</i>, [[προφορικά]], σε Ηρόδ.· ἀφ' [[ἑαυτοῦ]], από τον εαυτό μου ή με τις προσωπικές μου δυνάμεις, σε Θουκ. <b>Β.</b> Ως επίρρ., [[μακριά]], σε Όμηρ., Ηρόδ. <b>Γ.</b> ΣΤΑ ΣΥΝΘ. δηλώνει:<br /><b class="num">1.</b> χωρισμό ή [[απομάκρυνση]] από, [[χωριστά]], [[χώρια]], όπως στο [[ἀποτέμνω]]· [[μακριά]] από, όπως στο [[ἀποβαίνω]].<br /><b class="num">2.</b> [[τελείωση]], [[ολοκλήρωση]], όπως στο [[ἀπεργάζομαι]].<br /><b class="num">3.</b> [[παύση]] από, [[λήξη]], όπως στα [[ἀπαλγέω]], [[ἀπολοφύρομαι]].<br /><b class="num">4.</b> [[επιστροφή]], όπως στα [[ἀποδίδωμι]], [[ἀπολαμβάνω]]· επίσης, [[πλήρης]] [[απολαβή]] ή [[απόδοση]] ενός πράγματος στον ιδιοκτήτη του, όπως [[ἀπέχω]].<br /><b class="num">5.</b> χλευασμό ή [[λοιδορία]], όπως στο [[ἀποκαλέω]].<br /><b class="num">6.</b> [[σχεδόν]] = <i>στερητικό α</i>· μερικές φορές με ρήματα, όπως [[ἀπαυδάω]], [[ἀπαγορεύω]]· με επίθετα, όπως [[ἀποχρήματος]], [[ἀπόσιτος]]. Δ. [[ἄπο]], με [[αναστροφή]] αντί ἀπό, όταν το συντασσόμενο με την [[πρόθεση]] όνομα προηγείται και η [[πρόθεση]] έπεται, όπως ὀμμάτων [[ἄπο]], σε Σοφ.
}}
}}