ἀπορητικός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπορητικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] [[προς]] την [[απορία]], την [[αμφιβολία]]<br /><b>2.</b> <i>Ἀπορητικοί</i> ή <i>Ἀπορηματικοί</i><br />οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι, οπαδοί του Πύρρωνος.
|mltxt=[[ἀπορητικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] [[προς]] την [[απορία]], την [[αμφιβολία]]<br /><b>2.</b> <i>Ἀπορητικοί</i> ή <i>Ἀπορηματικοί</i><br />οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι, οπαδοί του Πύρρωνος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπορητικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[τάση]] να απορεί, να αμφιβάλλει, σε Πλάτ.
}}
}}