Anonymous

ἀπορητικός: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπορητικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[τάση]] να απορεί, να αμφιβάλλει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπορητικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[τάση]] να απορεί, να αμφιβάλλει, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπορητικός:''' сомневающийся, колеблющийся Plut., Diog. L.
}}
}}