ἀρρίγητος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρρίγητος]], -ον (Α) [[[ριγώ]] (-<i>έω</i>)]<br />αυτός που δεν τρέμει, ο [[άφοβος]]. | |mltxt=[[ἀρρίγητος]], -ον (Α) [[[ριγώ]] (-<i>έω</i>)]<br />αυτός που δεν τρέμει, ο [[άφοβος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρρίγητος:''' -ον (ῥῑγέω), αυτός που δεν φοβάται, [[ατρόμητος]], [[τολμηρός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not shivering, daring, AP6.219 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρίγητος: -ον, ὁ μὴ ῥιγῶν, ὁ μὴ φοβούμενος, ἀτρόμητος, Ἀνθ. Π. 219.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que rien ne fait frissonner.
Étymologie: ἀ, ῥιγέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
que no tiembla, impávido τὸν δὲ μέτ' ἀ. ἐπείσθορε ταυροφόνος θήρ AP 6.219.7 (Antip.Sid.).
Greek Monolingual
ἀρρίγητος, -ον (Α) [[[ριγώ]] (-έω)]
αυτός που δεν τρέμει, ο άφοβος.
Greek Monotonic
ἀρρίγητος: -ον (ῥῑγέω), αυτός που δεν φοβάται, ατρόμητος, τολμηρός, σε Ανθ.