Anonymous

ἀρρίγητος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρρίγητος]], -ον (Α) [[[ριγώ]] (-<i>έω</i>)]<br />αυτός που δεν τρέμει, ο [[άφοβος]].
|mltxt=[[ἀρρίγητος]], -ον (Α) [[[ριγώ]] (-<i>έω</i>)]<br />αυτός που δεν τρέμει, ο [[άφοβος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρρίγητος:''' -ον (ῥῑγέω), αυτός που δεν φοβάται, [[ατρόμητος]], [[τολμηρός]], σε Ανθ.
}}
}}