διαμαρτάνω: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαμαρτάνω]] (Α) [[αμαρτάνω]]<br />αμαρτάνω, [[παραστρατώ]]<br /><b>2.</b> [[σημειώνω]] παταγώδη [[αποτυχία]]<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] έξω στην εκτίμησή μου για κάποιον<br /><b>4.</b> δεν [[κατορθώνω]] να πάρω [[κάτι]]<br /><b>5.</b> έχω άδικο, [[σφάλλω]].
|mltxt=[[διαμαρτάνω]] (Α) [[αμαρτάνω]]<br />αμαρτάνω, [[παραστρατώ]]<br /><b>2.</b> [[σημειώνω]] παταγώδη [[αποτυχία]]<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] έξω στην εκτίμησή μου για κάποιον<br /><b>4.</b> δεν [[κατορθώνω]] να πάρω [[κάτι]]<br /><b>5.</b> έχω άδικο, [[σφάλλω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαμαρτάνω:''' μέλ. <i>-αμαρτήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-[[ήμαρτον]]</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξεστρατίζω]], [[παραστρατώ]], παρασύρομαι από, <i>τῆς ὁδοῦ</i>, σε Θουκ.· [[αποτυγχάνω]] να αποκτήσω, <i>τινός</i>, στον ίδ., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αποτυγχάνω]] εντελώς, σε Πλάτ.
}}
}}