Anonymous

διαμαρτάνω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμαρτάνω:''' μέλ. <i>-αμαρτήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-[[ήμαρτον]]</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξεστρατίζω]], [[παραστρατώ]], παρασύρομαι από, <i>τῆς ὁδοῦ</i>, σε Θουκ.· [[αποτυγχάνω]] να αποκτήσω, <i>τινός</i>, στον ίδ., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αποτυγχάνω]] εντελώς, σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαμαρτάνω:''' μέλ. <i>-αμαρτήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-[[ήμαρτον]]</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξεστρατίζω]], [[παραστρατώ]], παρασύρομαι από, <i>τῆς ὁδοῦ</i>, σε Θουκ.· [[αποτυγχάνω]] να αποκτήσω, <i>τινός</i>, στον ίδ., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αποτυγχάνω]] εντελώς, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμαρτάνω:''' <b class="num">1)</b> глубоко ошибаться, жестоко обманываться (τοῦ ἑταίρου Plat.; γνώμῃ Dem.; τῶν πάντων Plut.): τῶν ἐλπίδων ἁπασῶν διημαρτηκότες Isocr. обманувшиеся во всех своих надеждах: τὰ διημαρτημένα Plat. серьезные заблуждения, ошибки;<br /><b class="num">2)</b> не достигать, терпеть неудачу (περί τινος и ἔν τινι Arst.): δ. τῆς ὁδοῦ Thuc. сбиваться с дороги; δ. τῆς πράγματος Dem. сделать ложный шаг, просчитаться; δ. τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Arst. быть далеким от идеального государственного строя.
}}
}}