Anonymous

δίζυξ: Difference between revisions

From LSJ
249 bytes added ,  30 December 2018
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίζυξ]], ο, η και [[διζυγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) ο ζευγμένος με άλλον<br /><b>2.</b> [[διπλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>ζυγ</i>- του <i>εζύγην</i>, [[παθητικός]] αόρ. β' του [[ζεύγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άζυξ]], [[ομόζυξ]], [[σύζυξ]])].
|mltxt=[[δίζυξ]], ο, η και [[διζυγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) ο ζευγμένος με άλλον<br /><b>2.</b> [[διπλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>ζυγ</i>- του <i>εζύγην</i>, [[παθητικός]] αόρ. β' του [[ζεύγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άζυξ]], [[ομόζυξ]], [[σύζυξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίζυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ ([[ζυγόν]]), αυτός που βρίσκεται μαζί με κάποιον [[άλλο]] στο [[ζυγό]], <i>ἵπποι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[διπλός]], σε Ανθ.
}}
}}