Anonymous

δίζυξ: Difference between revisions

From LSJ
332 bytes added ,  31 December 2018
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίζυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ ([[ζυγόν]]), αυτός που βρίσκεται μαζί με κάποιον [[άλλο]] στο [[ζυγό]], <i>ἵπποι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[διπλός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δίζυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ ([[ζυγόν]]), αυτός που βρίσκεται μαζί με κάποιον [[άλλο]] στο [[ζυγό]], <i>ἵπποι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[διπλός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίζυξ:''' ῠγος adj.<br /><b class="num">1)</b> запряженный в паре: δίζυγες ἵπποι Hom. пароконная запряжка;<br /><b class="num">2)</b> двойной: δ. [[ἤπειρος]] Anth. два (оба) материка, т. е. Европа и Африка.
}}
}}