ἐγκαταλέγω: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκαταλέγω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[συγκεντρώνω]]<br /><b>2.</b> [[λογαριάζω]], [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[κείτομαι]] [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε [[κάτι]].
|mltxt=[[ἐγκαταλέγω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[συγκεντρώνω]]<br /><b>2.</b> [[λογαριάζω]], [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[κείτομαι]] [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκαταλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οικοδομώ]], γʹ πληθ. Παθ. αόρ. βʹ <i>ἐγκατελέγησαν</i>, οικοδομήθηκαν (μέσα στο [[τείχος]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπολογίζω]], [[συγκαταλέγω]], σε Λουκ.· [[στρατολογώ]] στρατιώτες, σε Ανθ.
}}
}}